Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
abc
/ˌeɪ.biːˈsiː/ = NOUN: αλφάβητο, αλφαβήτα;
USER: αλφάβητο, αλφαβήτα, abc, β γ, αβγ,
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
abreast
/əˈbrest/ = ADVERB: κατά μέτωπο, απέναντι, δίπλα δίπλα, παραπλευρώς, ένας δίπλα στον άλλο, στο ίδιο ύψος ή επίπεδο, προς τα εμπρός;
USER: ενήμεροι, ενήμερος, παραπλεύρως, παρακολουθούν, ενήμεροι για
GT
GD
C
H
L
M
O
access
/ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο;
USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση
GT
GD
C
H
L
M
O
accessibility
/əkˈses.ə.bl̩/ = NOUN: προσιτότητα, ευπρόσιτο;
USER: προσιτότητα, προσβασιμότητας, προσβασιμότητα, πρόσβασης, accessibility
GT
GD
C
H
L
M
O
accessible
/əkˈses.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: προσιτός, προσπελάσιμος, δεκτικός;
USER: προσιτός, πρόσβαση, προσβάσιμο, προσβάσιμα, προσβάσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
accessing
/ˈæk.ses/ = USER: πρόσβαση, πρόσβαση σε, την πρόσβαση, την πρόσβαση σε, πρόσβαση στο
GT
GD
C
H
L
M
O
accidents
/ˈæk.sɪ.dənt/ = NOUN: ατύχημα, δυστύχημα, τυχαίο συμβάν;
USER: ατυχήματα, ατυχημάτων, τα ατυχήματα, ατυχήματος, των ατυχημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
according
/əˈkôrd/ = VERB: συμφωνώ, χορηγώ, παρέχω;
USER: σύμφωνα με, σύμφωνα, ανάλογα, ανάλογα με
GT
GD
C
H
L
M
O
account
/əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση;
VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν;
USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
GT
GD
C
H
L
M
O
accuracy
/ˈæk.jʊ.rə.si/ = NOUN: ακρίβεια;
USER: ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβείας
GT
GD
C
H
L
M
O
accurate
/ˈæk.jʊ.rət/ = ADJECTIVE: ακριβής;
USER: ακριβής, ακριβή, ακριβείς, ακρίβεια, ακριβές
GT
GD
C
H
L
M
O
accurately
/ˈæk.jʊ.rət/ = USER: ακρίβεια, με ακρίβεια, επακριβώς, ακριβή, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
across
/əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως;
PREPOSITION: διά μέσου;
USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
activate
/ˈæk.tɪ.veɪt/ = VERB: θέτω εις ενέργειαν, δραστηριοποιώ;
USER: ενεργοποιήσετε, ενεργοποίηση, ενεργοποιήσει, ενεργοποιούν, ενεργοποιήστε
GT
GD
C
H
L
M
O
activated
/ˈaktəˌvāt/ = VERB: θέτω εις ενέργειαν, δραστηριοποιώ;
USER: ενεργοποιείται, ενεργοποιημένη, ενεργοποιούνται, ενεργοποιηθεί, ενεργοποιημένο
GT
GD
C
H
L
M
O
activation
/ˈæk.tɪ.veɪt/ = NOUN: δραστηριοποίηση;
USER: δραστηριοποίηση, ενεργοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση, ενεργοποιήσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
adapt
/əˈdæpt/ = ADJECTIVE: πραγματικός
GT
GD
C
H
L
M
O
add
/æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω;
USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
adding
/æd/ = NOUN: άθροιση;
ADJECTIVE: αθροιστικός, αθροιζών;
USER: προσθήκη, προσθέτοντας, την προσθήκη, προσθήκης, η προσθήκη
GT
GD
C
H
L
M
O
adult
/ˈæd.ʌlt/ = NOUN: ενήλικας;
ADJECTIVE: ενήλικος;
USER: ενήλικας, ενήλικος, ενηλίκων, ενήλικα, ενήλικες
GT
GD
C
H
L
M
O
advantage
/ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: πλεονέκτημα, όφελος, προτέρημα;
USER: πλεονέκτημα, όφελος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματος, πλεονεκτήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
aed
= USER: AED, είναι AED, AED Το
GT
GD
C
H
L
M
O
agencies
/ˈeɪ.dʒən.si/ = NOUN: πρακτορείο, αντιπροσωπεία, ενέργεια, παράγων, μέσο;
USER: υπηρεσίες, οργανισμούς, οργανισμών, οργανισμοί, γραφεία
GT
GD
C
H
L
M
O
ahead
/əˈhed/ = ADVERB: εμπρός;
USER: εμπρός, μπροστά, πριν, μέλλον, προχωρήσει, προχωρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
air
/eər/ = NOUN: αέρας, ύφος, άνεμος, χαβάς;
ADJECTIVE: αεροπορικός;
VERB: αερίζω;
USER: αέρας, αέρα, αεροπορικών, αέρος, του αέρα, του αέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
airports
/ˈeə.pɔːt/ = NOUN: αεροδρόμιο, αερολιμένας, θυρίδα αερισμού;
USER: αεροδρόμια, αερολιμένες, τα αεροδρόμια, αερολιμένων, αεροδρομίων
GT
GD
C
H
L
M
O
airwaves
/ˈeə.weɪvz/ = USER: ραδιοκύματα, ερτζιανών κυμάτων, ερτζιανά, ερτζιανά κύματα, ραδιοκυμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
alarm
/əˈlɑːm/ = VERB: τρομάζω, σημαίνω συναγερμό;
NOUN: προειδοποίησις κινδύνου;
USER: συναγερμού, συναγερμός, συναγερμό, ξυπνητήρι, συναγερμών
GT
GD
C
H
L
M
O
alarms
/əˈlɑːm/ = NOUN: συναγερμός;
USER: συναγερμός, συναγερμούς, συναγερμοί, συναγερμών, συναγερμού
GT
GD
C
H
L
M
O
alert
/əˈlɜːt/ = ADJECTIVE: άγρυπνος, έξυπνος, πανέτοιμος, σβέλτος, έτοιμος για δράση;
NOUN: συναγερμός;
USER: ειδοποιεί, alert, ειδοποιούν, προειδοποιούν, προειδοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
alerts
/əˈlɜːt/ = NOUN: ale, ζύθος, είδος μπύρας;
USER: ειδοποιήσεις, ενημερώνεστε, καταχωρήσεων, προειδοποιήσεις, Alerts
GT
GD
C
H
L
M
O
alike
/əˈlaɪk/ = ADVERB: ομοίως;
ADJECTIVE: όμοιος, ομοιάζων;
USER: ομοίως, Παρόμοια, όσο, Alike, ίδια
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
allow
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
allows
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
along
/əˈlɒŋ/ = ADVERB: κατά μήκος, εμπρός;
USER: κατά μήκος, μαζί, μήκος, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
aloud
/əˈlaʊd/ = ADVERB: μεγαλόφωνως;
USER: φωναχτά, δυνατά, μεγαλοφώνως, μεγαλόφωνα, δυνατά για
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
alternative
/ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο;
ADJECTIVE: εναλλακτικός, εναλλάκτεος;
USER: εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
always
/ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς;
USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
among
/əˈmʌŋ/ = PREPOSITION: αναμεταξύ;
USER: μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, ανάμεσα σε, στους, στους
GT
GD
C
H
L
M
O
amusement
/əˈmjuːz.mənt/ = NOUN: διασκέδαση, ψυχαγωγία;
USER: διασκέδαση, ψυχαγωγία, Πάρκα ψυχαγωγίας, ψυχαγωγίας, διασκέδασης
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
analytics
/ˌanlˈitiks/ = USER: analytics, αναλύσεων, αναλυτικά, Analytics για
GT
GD
C
H
L
M
O
ancestors
/ˈæn.ses.tər/ = NOUN: πρόγονος;
USER: πρόγονοί, Οι πρόγονοί, πρόγονοι, προγόνων, προγόνους
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
announcement
/əˈnaʊns.mənt/ = NOUN: ανακοίνωση, αγγελία, άγγελμα, αναγκελία;
USER: ανακοίνωση, ανακοίνωσης, αναγγελία, την ανακοίνωση, ανακοίνωση της
GT
GD
C
H
L
M
O
announcements
/əˈnaʊns.mənt/ = NOUN: ανακοίνωση, αγγελία, άγγελμα, αναγκελία;
USER: Ανακοινώσεις, ανακοινώσεων, Ανακοινώσεις του, Ανακοινώσεις της, Ανακοινώσεις Έκπτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
anyone
/ˈen.i.wʌn/ = PRONOUN: κάποιος, οιοσδήποτε;
USER: κάποιος, κανέναν, οποιονδήποτε, καθένας, κανείς
GT
GD
C
H
L
M
O
anything
/ˈen.i.θɪŋ/ = PRONOUN: οτιδήποτε, κάτι;
USER: κάτι, οτιδήποτε, τίποτα, τίποτε, πάντα, πάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
anywhere
/ˈen.i.weər/ = ADVERB: οπουδήποτε;
USER: οπουδήποτε, πουθενά, όλο, σε όλο, οποιοδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
app
/æp/ = USER: app, εφαρμογή, εφαρμογής, το app, εφαρμογών
GT
GD
C
H
L
M
O
appliances
/əˈplaɪ.əns/ = NOUN: συσκευή, εφαρμογή, όργανο;
USER: συσκευές, συσκευών, οικιακές συσκευές, συσκευές που, εξοπλισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
applications
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
applied
/əˈplaɪd/ = ADJECTIVE: εφαρμοσμένος;
USER: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, εφαρμοστεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
applying
/əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι;
USER: εφαρμογή, εφαρμόζοντας, την εφαρμογή, εφαρμογή του, εφαρμογής
GT
GD
C
H
L
M
O
appointment
/əˈpɔɪnt.mənt/ = NOUN: ραντεβού, διορισμός, συνέντευξη;
USER: ραντεβού, διορισμός, διορισμό, διορισμού, το διορισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
appointments
/əˈpɔɪnt.mənt/ = NOUN: εφόδια;
USER: ραντεβού, διορισμούς, διορισμοί, συναντήσεις, διορισμών
GT
GD
C
H
L
M
O
approach
/əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση;
VERB: πλησιάζω;
USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της
GT
GD
C
H
L
M
O
apps
/æp/ = USER: apps, εφαρμογές, εφαρμογών, εφαρμογές του, εφαρμογές που
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
areas
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
around
/əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω;
USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
array
/əˈreɪ/ = NOUN: παράταξη, στολή;
VERB: αραδιάζω, παρατάσσω, στολίζω;
USER: παράταξη, σειρά, πίνακα, συστοιχία, ποικιλία
GT
GD
C
H
L
M
O
arrivals
/əˈraɪvəl/ = USER: Arrivals-phrase, Arrivals;
USER: αφίξεις, αφίξεων, οι αφίξεις, τις αφίξεις, παραλαβές
GT
GD
C
H
L
M
O
art
/ɑːt/ = NOUN: τέχνη;
USER: τέχνη, τέχνης, Art, άρθ, τεχνική
GT
GD
C
H
L
M
O
articles
/ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα;
USER: άρθρα, Τα άρθρα, είδη, αντικείμενα, άρθρων
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
assemble
/əˈsem.bl̩/ = NOUN: προσβολή, βίαιη επίθεση, επίθεσις;
VERB: προσβάλλω;
USER: συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συγκεντρώσει, συγκεντρώσουν, συγκεντρωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
assist
/əˈsɪst/ = VERB: βοηθώ;
USER: βοηθήσει, επικουρεί, βοηθούν, βοηθήσουν, συνδράμει
GT
GD
C
H
L
M
O
assistant
/əˈsɪs.tənt/ = NOUN: βοηθός;
ADJECTIVE: βοηθητικός;
USER: βοηθός, βοηθό, βοηθού, επίκουρος
GT
GD
C
H
L
M
O
assistive
/əˈsɪstɪv/ = USER: βοηθητικές, υποβοηθητικών, υποστηρικτικές, υποβοηθητικές, υποβοήθησης,
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
atm
/ˌeɪ.tiːˈem/ = ABBREVIATION: ΑΤΜ, Αυτόματη Ταμειολογιστική Μηχανή;
USER: ATM, ΑΤΜ, ατμόσφαιρες, Μηχάνημα αυτόματης ανάληψης, ατμοσφαιρών
GT
GD
C
H
L
M
O
attack
/əˈtæk/ = NOUN: επίθεση, προσβολή;
VERB: επιτίθεμαι, προσβάλλω;
USER: επίθεση, προσβολή, επιτεθεί, επιτεθούν, επιτίθενται
GT
GD
C
H
L
M
O
attractions
/əˈtræk.ʃən/ = NOUN: θελγήτρα;
USER: αξιοθέατα, Δραστηριότητες, αξιοθέατα της, Δραστηριότητες σε
GT
GD
C
H
L
M
O
audience
/ˈɔː.di.əns/ = NOUN: ακροατήριο, ακρόασις;
USER: ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό
GT
GD
C
H
L
M
O
audio
/ˈɔː.di.əʊ/ = USER: audio, ήχου, ήχο, ήχος, ακουστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
auditory
/ˈɔː.dɪ.tər.i/ = ADJECTIVE: ακουστικός;
USER: ακουστικός, ακουστικό, ακουστική, ακουστικές, ακουστικού
GT
GD
C
H
L
M
O
automate
/ˈɔː.tə.meɪt/ = USER: αυτοματοποίηση, την αυτοματοποίηση, αυτοματοποιήσει, αυτοματοποιήσουν, αυτοματοποίηση των
GT
GD
C
H
L
M
O
automated
/ˈɔː.tə.meɪt/ = USER: αυτοματοποιημένη, αυτοματοποιημένο, αυτοματοποιημένες, αυτοματοποιημένα, αυτόματη
GT
GD
C
H
L
M
O
automatically
/ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως;
USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα
GT
GD
C
H
L
M
O
automation
/ˈɔː.tə.meɪt/ = NOUN: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός;
USER: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός, αυτοματισμού, αυτοματοποίησης, αυτοματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
available
/əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος;
USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
avatars
/ˈæv.ə.tɑːr/ = USER: avatars, είδωλα, άβαταρ, αβατάρ, τα avatars
GT
GD
C
H
L
M
O
aviation
/ˌeɪ.viˈeɪ.ʃən/ = NOUN: αεροπορία, αερόπλοια;
USER: αεροπορία, αεροπορίας, αερομεταφορών, αεροπορικών, των αερομεταφορών
GT
GD
C
H
L
M
O
avid
/ˈæv.ɪd/ = ADJECTIVE: άπληστος;
USER: άπληστος, μανιώδεις, άπληστο, φανατικός, τους μανιώδεις
GT
GD
C
H
L
M
O
avoid
/əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω;
USER: αποφύγετε, αποφεύγονται, αποφυγή, αποφευχθεί, αποφεύγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
avoids
/əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω;
USER: αποφεύγει, αποφεύγεται, αποτρέπει, αποφεύγεται η, αποφεύγει την
GT
GD
C
H
L
M
O
balance
/ˈbæl.əns/ = NOUN: ισορροπία, υπόλοιπο, ισοζύγιο, ισολογισμός, κλείσιμο λογαριασμών, πλαστίγκα;
VERB: ισορροπώ, ισολογίζω, ζυγίζω;
USER: ισορροπία, εξισορρόπηση, ισορροπίας, εξισορροπήσει, ισορροπήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
balances
/ˈbæl.əns/ = NOUN: ισορροπία, υπόλοιπο, ισοζύγιο, ισολογισμός, κλείσιμο λογαριασμών, πλαστίγκα;
USER: υπόλοιπα, ισορροπίες, υπολοίπων, τα υπόλοιπα, ισοζύγια
GT
GD
C
H
L
M
O
banking
/ˈbæŋ.kɪŋ/ = NOUN: τραπεζιτικές εργασίες, πρόχωμα;
USER: τραπεζικές, τραπεζικό, τραπεζική, τραπεζικών, τραπεζικού
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
become
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
becoming
/bɪˈkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ταιριαστός, θελκτικός;
USER: να γίνει, γίνει, όλο και, γίνεται, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
beforehand
/bɪˈfɔː.hænd/ = ADVERB: προηγουμένως, εκ των προτέρων;
USER: εκ των προτέρων, προηγουμένως, προτέρων, των προτέρων, πριν
GT
GD
C
H
L
M
O
behaviour
/bɪˈheɪ.vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική, τακτική, τακτική;
USER: συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, συμπεριφορά των
GT
GD
C
H
L
M
O
benefits
/ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση;
VERB: ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: οφέλη, παροχές, τα οφέλη, παροχών, πλεονεκτήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
beyond
/biˈjɒnd/ = PREPOSITION: πέρα;
ADVERB: πέραν, πέρα, υπεράνω, αργότερα;
NOUN: υπερπέραν;
USER: πέρα, πέραν, πέρα από, μετά, εκτός
GT
GD
C
H
L
M
O
bills
/bɪl/ = NOUN: γραμμάτια, χαρτονόμισμα;
USER: γραμμάτια, λογαριασμούς, τους λογαριασμούς, λογαριασμών, λογαριασμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
bimodal
= USER: δικόρυφη, διτροπική, δίτροπη, δίτροπων, δίτροπες,
GT
GD
C
H
L
M
O
blend
/blend/ = NOUN: μείγμα, συνδυασμός, συγχώνευση, κράμα;
VERB: συνδυάζω, ανακατεύω, αναμειγνύω, συγχωνεύω, συγχωνεύομαι;
USER: μείγμα, συνδυάσει, συνδυάζουν, συνδυάσουν, ταιριάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
blizzards
/ˈblɪz.əd/ = NOUN: χιονοθύελλα, χιονοστρόβιλος;
USER: χιονοθύελλες, θύελλες,
GT
GD
C
H
L
M
O
blood
/blʌd/ = NOUN: αίμα, αιματοχυσία, συγγένεια, φόνος;
USER: αίμα, αίματος, του αίματος, στο αίμα, αρτηριακή
GT
GD
C
H
L
M
O
board
/bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου;
VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω;
USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους
GT
GD
C
H
L
M
O
bodies
/ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα;
USER: φορείς, οργανισμούς, φορέων, όργανα, σώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
bookmarking
/ˈbʊkmɑːk/ = USER: bookmarking, σελιδοδείκτη, Σελιδοδείκτης, σελιδοδεικτών, σελιδοδείκτες,
GT
GD
C
H
L
M
O
books
/bʊk/ = NOUN: βιβλίο;
VERB: εγγράφω;
USER: βιβλία, τα βιβλία, βιβλίων, books, βιβλία που, βιβλία που
GT
GD
C
H
L
M
O
boosting
/buːst/ = VERB: καυχιέμαι, ανωθώ, προάγω;
USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, την ενίσχυση, ενισχύοντας, τόνωση
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
box
/bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα;
VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ;
USER: κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, θέση
GT
GD
C
H
L
M
O
brainer
/ -breɪnd/ = USER: brainer, ψραηνερ,
GT
GD
C
H
L
M
O
brand
/brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός;
VERB: στιγματίζω;
USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand
GT
GD
C
H
L
M
O
break
/breɪk/ = NOUN: διακοπή, θραύση, διάσπαση;
VERB: σπάζω, παραβιάζω, δαμάζω, ρηγνύω, θραύω;
USER: διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσει, να σπάσει, να σπάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
breaking
/brāk/ = VERB: σπάζω, παραβιάζω, δαμάζω, ρηγνύω, θραύω;
USER: σπάσιμο, σπάζοντας, το σπάσιμο, θραύση, ο οποίος
GT
GD
C
H
L
M
O
bridge
/brɪdʒ/ = NOUN: γέφυρα, γεφύρωμα;
VERB: γεφυρώνω;
USER: γέφυρα, Bridge, γέφυρας, γέφυρα του, γεφύρι
GT
GD
C
H
L
M
O
broadcast
/ˈbrɔːd.kɑːst/ = NOUN: αναμετάδοση;
VERB: εξαγγελλώ διά του ραδιόφωνου;
USER: αναμετάδοση, μεταδίδονται, μεταδίδουν, μεταδίδεται, μετάδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
broadcasting
/ˈbrɔːd.kɑːst/ = ADJECTIVE: ραδιοφωνικός;
USER: μετάδοση, ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης, ραδιοτηλεοπτικών, μετάδοσης, ραδιοτηλεόρασης
GT
GD
C
H
L
M
O
browse
/braʊz/ = VERB: ξεφυλλίζω, βοσκώ, φυλλομετρώ, εξετάζω ταχέως;
USER: περιηγηθείτε, αναζήτηση, περιήγηση, αναζητήστε, περιηγηθείτε σε
GT
GD
C
H
L
M
O
budget
/ˈbʌdʒ.ɪt/ = NOUN: προϋπολογισμός;
VERB: προϋπολογίζω;
USER: προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
building
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου
GT
GD
C
H
L
M
O
buildings
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίρια, κτιρίων, κτήρια, κτηρίων, τα κτίρια
GT
GD
C
H
L
M
O
bus
/bʌs/ = NOUN: λεωφορείο;
USER: λεωφορείο, λεωφορείων, λεωφορείου, λεωφορεία, του λεωφορείου, του λεωφορείου
GT
GD
C
H
L
M
O
buses
/bʌs/ = NOUN: λεωφορείο;
USER: λεωφορεία, τα λεωφορεία, λεωφορείων, λεωφορεία που
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
busy
/ˈbɪz.i/ = ADJECTIVE: απασχολημένος, κατειλημμένος;
VERB: απασχολώ;
USER: απασχολημένος, απασχολημένοι, πολυάσχολη, πολυσύχναστη, πολυάσχολο, πολυάσχολο
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
buttons
/ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο;
USER: κουμπιά, πλήκτρα, κουμπιών, τα κουμπιά, πλήκτρων
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
call
/kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη;
VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call
GT
GD
C
H
L
M
O
called
/kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
calls
/kɔːl/ = NOUN: λεωφορείο;
USER: κλήσεις, κλήσεων, καλεί, ζητεί, ζητεί από
GT
GD
C
H
L
M
O
campaign
/kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση;
VERB: εκστρατεύω;
USER: εκστρατεία, καμπάνια, εκστρατείας, καμπάνιας, εκστρατεία για
GT
GD
C
H
L
M
O
campaigns
/kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση;
USER: εκστρατείες, καμπάνιες, εκστρατειών, ενημερωτικές εκστρατείες, τις καμπάνιες
GT
GD
C
H
L
M
O
campus
/ˈkæm.pəs/ = NOUN: πανεπιστημιούπολη, γήπεδο κολλέγιου;
USER: πανεπιστημιούπολη, πανεπιστημιούπολης, campus, πανεπιστημίου, πανεπιστημιουπόλεις
GT
GD
C
H
L
M
O
campuses
/ˈkæm.pəs/ = NOUN: πανεπιστημιούπολη, γήπεδο κολλέγιου;
USER: πανεπιστημιουπόλεις, πανεπιστήμια, εκπαιδευτικοί χώροι, εκπαιδευτικών χώρων, πανεπιστημιουπόλεων
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
capabilities
/ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα;
USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
care
/keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα;
VERB: φροντίζω, νοιάζομαι;
USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
caregivers
/ˈkeəˌɡɪv.ər/ = USER: φροντιστές, άτομα που τους φροντίζουν, νοσηλευτές, οι φροντιστές, caregivers,
GT
GD
C
H
L
M
O
cases
/keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής;
VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο;
USER: περιπτώσεις, υποθέσεις, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
cash
/kæʃ/ = NOUN: μετρητά, ρευστό χρήμα, μετρητά χρήματα;
VERB: εισπράττω, εξαργυρώνω;
USER: μετρητά, μετρητών, σε μετρητά, ροών, ταμειακών
GT
GD
C
H
L
M
O
cater
/ˈkeɪ.tər/ = VERB: προμηθεύω;
USER: φροντίσει, καλύψουν, εξυπηρετούν, να καλύψουν, καλύψει
GT
GD
C
H
L
M
O
centres
/ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο, κέντρο, κέντρο;
VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω;
USER: κέντρα, κέντρων, τα κέντρα, κέντρο
GT
GD
C
H
L
M
O
certain
/ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής;
USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι
GT
GD
C
H
L
M
O
chain
/tʃeɪn/ = NOUN: αλυσίδα, καδένα;
VERB: αλυσοδένω;
USER: αλυσίδα, αλυσίδας, της αλυσίδας, αλύσου, αλυσίδος
GT
GD
C
H
L
M
O
challenge
/ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού;
VERB: προκαλώ;
USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
challenges
/ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού;
VERB: προκαλώ;
USER: προκλήσεις, προκλήσεων, τις προκλήσεις, προκλήσεις που, προκλήσεων που
GT
GD
C
H
L
M
O
changes
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές
GT
GD
C
H
L
M
O
channel
/ˈtʃæn.əl/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: κανάλι, δίαυλος, καναλιού, καναλιών, διαύλου
GT
GD
C
H
L
M
O
check
/tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση;
VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω;
USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη
GT
GD
C
H
L
M
O
checking
/CHek/ = NOUN: έλεγχος, αναχαίτιση;
USER: έλεγχος, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
children
/ˈtʃɪl.drən/ = NOUN: παιδιά;
USER: παιδιά, παιδιών, τα παιδιά, των παιδιών, των παιδιών
GT
GD
C
H
L
M
O
choice
/tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλογή, επιλογής, επιλογές, την επιλογή, η επιλογή, η επιλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
choose
/tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν
GT
GD
C
H
L
M
O
choosing
/tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω;
USER: επιλογή, επιλέγοντας, την επιλογή, επιλέγουν, επιλογής
GT
GD
C
H
L
M
O
citizen
/ˈsɪt.ɪ.zən/ = NOUN: πολίτης, υπήκοος, κάτοικος;
USER: πολίτης, υπήκοος, πολίτη, πολιτών, πολίτες
GT
GD
C
H
L
M
O
class
/klɑːs/ = NOUN: κατηγορία, τάξη, κλάση, θέση;
VERB: ταξινομώ, κατατάσσω;
USER: κατηγορία, τάξη, κλάση, κατηγορίας, τάξης, τάξης
GT
GD
C
H
L
M
O
classroom
/ˈklɑːs.ruːm/ = NOUN: αίθουσα διδασκαλίας, δωμάτιο σχολείου;
USER: αίθουσα διδασκαλίας, τάξη, στην τάξη, τάξης, στην τάξη που, στην τάξη που
GT
GD
C
H
L
M
O
clear
/klɪər/ = ADJECTIVE: σαφής, αίθριος, διαυγής, καθαρός, διαφανής, πλήρης, φανερός, ευδιάκριτος, ξάστερος, απαλαγμένος;
ADVERB: καθαρά, εντελώς;
VERB: καθαρίζω, αθωώνω;
USER: σαφής, σαφές, καθαρίσετε, καταργήστε, διώξει
GT
GD
C
H
L
M
O
clearly
/ˈklɪə.li/ = ADVERB: σαφώς, καθαρά, φανερά, ολοφάνερα;
USER: σαφώς, καθαρά, σαφήνεια, με σαφήνεια, ξεκάθαρα, ξεκάθαρα
GT
GD
C
H
L
M
O
clinics
/ˈklɪn.ɪk/ = NOUN: κλινική;
USER: Κλινικές, ιατρεία, κλινικών, Κέντρα, τις κλινικές
GT
GD
C
H
L
M
O
clips
/klɪp/ = NOUN: συνδετήρας, ψαλίδισμα, λαβίς χαρτιών, χτύπημα;
USER: κλιπ, clips, συνδετήρες, αποσπάσματα, κλιπς
GT
GD
C
H
L
M
O
clocks
/klɒk/ = NOUN: ρολόι, χρονόμετρο, ρολόι τοίχου;
USER: ρολόγια, ρολογιών, τα ρολόγια, τοίχου, τοίχου
GT
GD
C
H
L
M
O
codes
/kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα;
USER: κώδικες, κωδικούς, κωδικοί, κωδικών, Κωδικός
GT
GD
C
H
L
M
O
collaborators
/kəˈlabəˌrātər/ = NOUN: συνεργάτης, συνεργαζόμενος;
USER: συνεργάτες, συνεργατών, τους συνεργάτες, οι συνεργάτες, των συνεργατών"
GT
GD
C
H
L
M
O
collection
/kəˈlek.ʃən/ = NOUN: συλλογή, είσπραξη, έρανος, σωρός;
USER: συλλογή, είσπραξη, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξης
GT
GD
C
H
L
M
O
combination
/ˌkɒm.bɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: μάχη, πάλη, αγών;
VERB: μάχομαι, πολεμώ;
USER: συνδυασμός, συνδυασμό, συνδυασμού, ο συνδυασμός
GT
GD
C
H
L
M
O
combining
= VERB: συνδυάζω, συνενώνω, συνδυάζομαι, ενώνω;
USER: συνδυάζοντας, που συνδυάζει, συνδυάζει, συνδυασμό, συνδυάζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
come
/kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω;
ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός;
USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν
GT
GD
C
H
L
M
O
comfort
/ˈkʌm.fət/ = NOUN: άνεση, παρηγοριά, ανακούφιση, κομφόρ, κουράγιο;
VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω;
USER: άνεση, Ανέσεις, Comfort, άνεσης, την άνεση
GT
GD
C
H
L
M
O
commands
/kəˈmɑːnd/ = NOUN: εντολή, διοίκηση, διαταγή, ηγεσία, προσταγή, κυριαρχία;
VERB: προστάζω, διοικώ;
USER: εντολές, εντολών, τις εντολές, εντολές που, εντολές του
GT
GD
C
H
L
M
O
commitment
/kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση;
USER: δέσμευση, υποχρέωση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή
GT
GD
C
H
L
M
O
communicate
/kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω;
USER: επικοινωνώ, επικοινωνούν, ανακοινώνουν, κοινοποιούν, επικοινωνία
GT
GD
C
H
L
M
O
communicated
/kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω;
USER: κοινοποιούνται, γνωστοποιούνται, κοινοποιείται, ανακοινώνονται, κοινοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
communication
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα;
USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών
GT
GD
C
H
L
M
O
community
/kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα;
USER: κοινότητα, Κοινότητας, κοινότητάς, της κοινότητάς, κοινότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
commuters
/kəˈmjuː.tər/ = NOUN: ταξιδεύων με εισητήριον διάρκειας;
USER: μετακινούμενους, commuters, μετακινούνται, μετακινουμένων, μετακινούμενων εργαζομένων
GT
GD
C
H
L
M
O
companies
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
computer
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
conditioners
/kənˈdɪʃ.ən.ər/ = NOUN: μαλακτικό;
USER: κλιματιστικά, βελτιωτικά, διαμορφωτές, μαλακτικά, κλιματιστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
conditions
/kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις;
USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών
GT
GD
C
H
L
M
O
confidently
/ˈkɒn.fɪ.dənt/ = ADVERB: με σιγουριά, με βεβαιότητα;
USER: με σιγουριά, με βεβαιότητα, αυτοπεποίθηση, σιγουριά, βεβαιότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
connected
/kəˈnek.tɪd/ = ADJECTIVE: συνδεδεμένος;
USER: συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
connections
/kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία;
USER: συνδέσεις, συνδέσεων, τις συνδέσεις, συνδέσεις με, σύνδεση
GT
GD
C
H
L
M
O
consoles
= NOUN: κονσόλα;
USER: κονσόλες, κονσολών, τις κονσόλες, οι κονσόλες, κονσόλες Κονσόλες"
GT
GD
C
H
L
M
O
consolidate
/kənˈsɒl.ɪ.deɪt/ = VERB: παγιώνω, συγκεντρώνω, στερεώνω, εμπεδώνω, ενοποιώ, σταθεροποιώ, συνενώνω;
USER: εδραίωση, εδραιώσει, παγίωση, εδραίωση της, παγιώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
consumer
/kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής;
USER: καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
consumers
/kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής;
USER: καταναλωτές, τους καταναλωτές, καταναλωτών, οι καταναλωτές, των καταναλωτών
GT
GD
C
H
L
M
O
contact
/ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία;
VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν;
USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με
GT
GD
C
H
L
M
O
content
/kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση;
ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος;
VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ;
USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
controlled
/kənˈtrōl/ = VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: ελέγχεται, ελέγχονται, ελεγχόμενη, ελεγχόμενες, ελεγχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
convenience
/kənˈviː.ni.əns/ = NOUN: ευκολία, άνεση;
USER: ευκολία, άνεση, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή
GT
GD
C
H
L
M
O
convenient
/kənˈviː.ni.ənt/ = ADJECTIVE: βολικός, κατάλληλος, εύκολος, αναπαυτικός;
USER: βολικός, κατάλληλος, εύκολος, βολικό, βολική
GT
GD
C
H
L
M
O
convert
/kənˈvɜːt/ = VERB: μετατρέπω, σφετερίζομαι, προσηλυτίζω;
NOUN: προσήλυτος;
ADJECTIVE: προσήλυτος;
USER: μετατρέπουν, μετατροπή, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή
GT
GD
C
H
L
M
O
convey
/kənˈveɪ/ = VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταδίδω, αποδίδω, εκχωρώ;
USER: μεταφέρω, μεταφέρει, μεταφέρουν, μεταδώσει, να μεταφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
cookers
/ˈkʊk.ər/ = NOUN: κουζίνα, μαγειρικό σκεύος, μαγειρεύων;
USER: κουζίνες, χύτρες, μαγειρεία, φούρνοι, κλιβάνους
GT
GD
C
H
L
M
O
cost
/kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο;
VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ;
USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους
GT
GD
C
H
L
M
O
costly
/ˈkɒst.li/ = ADJECTIVE: δαπανηρός, ακριβός, πολυδάπανος;
USER: δαπανηρός, δαπανηρή, δαπανηρές, δαπανηρό, δαπανηρά
GT
GD
C
H
L
M
O
costs
/kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα;
USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες
GT
GD
C
H
L
M
O
counts
/kaʊnt/ = NOUN: αρίθμηση, μέτρημα, κόμης, λογαριασμός, κεφάλαιο κατηγορίας;
VERB: υπολογίζω, μετρώ, λογαριάζω, θεωρώ, αριθμώ;
USER: Η, μετράει, Η γνώμη, γνώμη
GT
GD
C
H
L
M
O
create
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
credit
/ˈkred.ɪt/ = NOUN: πίστωση, πίστη, έπαινος, υπόληψη, πεποίθηση, βερεσές, τιμή;
VERB: πιστώνω, δίνω πίστωση, πιστεύω;
USER: πίστωση, πίστη, πιστωτική, πιστωτικών, πιστωτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
critical
/ˈkrɪt.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κρίσιμος, επικριτικός, κριτικός;
USER: κρίσιμος, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κρίσιμα
GT
GD
C
H
L
M
O
culture
/ˈkʌl.tʃər/ = NOUN: καλλιέργεια, κουλτούρα, πολιτισμός, παιδεία, μόρφωση;
USER: πολιτισμός, κουλτούρα, καλλιέργεια, πολιτισμού, πολιτισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
current
/ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους;
ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών;
USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή
GT
GD
C
H
L
M
O
custom
/ˈkʌs.təm/ = NOUN: έθιμο, συνήθεια, έθος;
USER: έθιμο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customisable
/ˈkʌstəmaɪzəbl/ = USER: προσαρμόσιμη, προσαρμόσιμο, προσαρμόσιμων, προσαρμόσιμες, παραμετροποιήσιμο,
GT
GD
C
H
L
M
O
customise
/ˈkəstəˌmīz/ = USER: προσαρμόσετε, να προσαρμόσετε, προσαρμόσετε το, προσαρμόσετε τις, προσαρμόσει,
GT
GD
C
H
L
M
O
customised
/ˈkʌs.tə.maɪz/ = USER: προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένες, εξατομικευμένες, προσαρμοσμένα, προσαρμοστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
cut
/kʌt/ = VERB: κόβω, τέμνω, χαράσσω, κόπτω;
NOUN: τομή, κόψιμο, ελάττωση, μερίδιο, χαρακιά;
ADJECTIVE: κομμένος;
USER: κόβω, κόψιμο, τομή, κοπεί, έκοψε
GT
GD
C
H
L
M
O
daily
/ˈdeɪ.li/ = ADVERB: καθημερινά;
ADJECTIVE: ημερήσιος, καθημερινός;
NOUN: καθημερινή εφημερίδα;
USER: καθημερινά, καθημερινός, ημερήσιος, καθημερινή, ημερήσια
GT
GD
C
H
L
M
O
daisy
/ˈdeɪ.zi/ = NOUN: μαργαρίτα, λευκάνθεμο;
USER: μαργαρίτα, μαργαρίτας, μαργαριτών, μαργαρίτες, daisy
GT
GD
C
H
L
M
O
date
/deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα;
VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού;
USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
debt
/det/ = NOUN: χρέος, οφειλή;
USER: χρέος, οφειλή, χρέους, του χρέους, οφειλής
GT
GD
C
H
L
M
O
deemed
/diːm/ = VERB: θεωρώ;
USER: θεωρείται, θεωρούνται, θεωρείται ότι, κρίνεται, κρίνονται, κρίνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
delays
/dɪˈleɪ/ = NOUN: καθυστέρηση, αναβολή, επιβράδυνση, χρονοτριβή, αργοπορία;
USER: καθυστερήσεις, καθυστερήσεων, οι καθυστερήσεις, καθυστέρηση, τις καθυστερήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
delight
/dɪˈlaɪt/ = NOUN: απόλαυση, χαρά, τέρψη, μεγάλη ευχαρίστηση, ηδονή;
VERB: χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, ηδονίζομαι;
USER: απόλαυση, χαρά, τέρψη, ευχαριστήσει, ενθουσιάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
deliver
/dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω;
NOUN: διανομέας, λυτρότητα;
USER: παραδώσει, διατυπώνει, παράδοση, παραδίδουν, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
demos
/ˈdem.əʊ/ = NOUN: διαδήλωση;
USER: demos, επιδείξεις, δήμος, δήμο, δήμου
GT
GD
C
H
L
M
O
department
/dɪˈpɑːt.mənt/ = NOUN: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, υπουργείο, κλάδος, νόμος;
USER: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, Τμήματος, Department
GT
GD
C
H
L
M
O
departures
/dɪˈpɑːtʃə/ = PHRASE: Αναχωρήσεις;
USER: αναχωρήσεις, αναχωρήσεων, αναχωρήσεις σε, αποκλίσεις, πληροφορίες αναχωρήσεων,
GT
GD
C
H
L
M
O
deploy
/dɪˈplɔɪ/ = VERB: παρατάσσω, αναπτύσσω;
USER: ανάπτυξη, αναπτύξετε, την ανάπτυξη, αναπτύξει, αναπτύσσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
deployed
/dɪˈplɔɪ/ = VERB: παρατάσσω, αναπτύσσω;
USER: αναπτυχθεί, αναπτύσσονται, έχουν αναπτυχθεί, αναπτύσσεται, αναπτυχθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
deploying
/dɪˈplɔɪ/ = VERB: παρατάσσω, αναπτύσσω;
USER: ανάπτυξη, την ανάπτυξη, αναπτύσσοντας, αναπτύσσουν, την ανάπτυξη του
GT
GD
C
H
L
M
O
deposits
/dɪˈpɒz.ɪt/ = NOUN: κατάθεση, προκαταβολή, καταβολή, κοίτασμα, ίζημα, κατάθεση χρημάτων, παράβολο, εναπόθεμα, καπάρο;
USER: καταθέσεις, καταθέσεων, οι καταθέσεις, τις καταθέσεις, κοιτάσματα
GT
GD
C
H
L
M
O
descriptions
/dɪˈskrɪp.ʃən/ = NOUN: περιγραφή, τύπος;
USER: περιγραφές, περιγραφών, περιγραφή, περιγραφές των, ονομασίες
GT
GD
C
H
L
M
O
designed
/dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω;
USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
designers
/dɪˈzaɪ.nər/ = NOUN: σχεδιαστής;
USER: σχεδιαστές, οι σχεδιαστές, σχεδιαστών, designers, τους σχεδιαστές
GT
GD
C
H
L
M
O
desirability
/dɪˌzaɪə.rəˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: επιθυμητό;
USER: επιθυμητό, σκοπιμότητα, επιθυμία, επιθυμητή, είναι επιθυμητή
GT
GD
C
H
L
M
O
destination
/ˌdes.tɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: προορισμός;
USER: προορισμός, προορισμού, προορισμό, τον προορισμό, περίγυρο
GT
GD
C
H
L
M
O
develop
/dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω;
USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει
GT
GD
C
H
L
M
O
device
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
devices
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
dial
/ˈdaɪ.əl/ = NOUN: καντράν, ταμπλώ, πλάκα ρολογιού, καντράν ρολογιού, δίσκος τηλεφώνου;
VERB: καλώ, παίρνω αριθμό τηλεφώνου, τηλεφωνώ χειριζόμενος το καντράν του τηλεφώνου;
USER: dial, καλέσετε, καλέστε, κλήση, καλείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
difference
/ˈdɪf.ər.əns/ = NOUN: διαφορά, διαφωνία;
USER: διαφορά, διαφοράς, διαφορές, διαφορετική, διαφορετική
GT
GD
C
H
L
M
O
difficulties
/ˈdifikəltē/ = NOUN: δυσκολία;
USER: δυσκολίες, δυσκολιών, δυσχέρειες, τις δυσκολίες, δυσκολίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
difficulty
/ˈdɪf.ɪ.kəl.ti/ = NOUN: δυσκολία;
USER: δυσκολία, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών, δυσχέρεια
GT
GD
C
H
L
M
O
digital
/ˈdɪdʒ.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: ψηφιακό, ψηφιακός;
USER: ψηφιακό, ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών
GT
GD
C
H
L
M
O
directing
/diˈrekt,dī-/ = VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω;
USER: κατευθύνοντας, σκηνοθεσία, διεύθυνση, κατευθύνει, κατεύθυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
directions
/daɪˈrek.ʃən/ = NOUN: κατεύθυνση, διεύθυνση, σκηνοθεσία;
USER: οδηγίες, κατευθύνσεις, τις κατευθύνσεις, τις οδηγίες, Οδηγιών
GT
GD
C
H
L
M
O
directly
/daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν;
USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας
GT
GD
C
H
L
M
O
disabilities
/ˌdisəˈbilitē/ = NOUN: αναπηρία, ανικανότητα;
USER: αναπηρίες, αναπηρία, ειδικές ανάγκες, δυσκολίες
GT
GD
C
H
L
M
O
discovery
/dɪˈskʌv.ər.i/ = NOUN: ανακάλυψη, ανεύρεση, εξεύρεση;
USER: ανακάλυψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, αποκάλυψη
GT
GD
C
H
L
M
O
divide
/dɪˈvaɪd/ = VERB: διαιρώ, χωρίζω, μοιράζω, διανέμω, διχάζω;
NOUN: χώρισμα;
USER: διαιρούν, χωρίζουν, διαιρέσει, διαίρεση, διαιρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
document
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο;
VERB: τεκμηριώνω;
USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που
GT
GD
C
H
L
M
O
doesn
/ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
doing
/ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο;
ADJECTIVE: πράττων;
USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
don
/dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος;
USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
doors
/dɔːr/ = NOUN: πόρτα;
USER: πόρτες, θυρών, τις πόρτες, θύρες, οι πόρτες, οι πόρτες
GT
GD
C
H
L
M
O
dosage
/ˈdəʊ.sɪdʒ/ = NOUN: δοσολογία, δόση, ποσολογία;
USER: δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
dynamic
/daɪˈnæm.ɪk/ = ADJECTIVE: δυναμικός;
USER: δυναμικός, δυναμική, δυναμικά, δυναμικό, δυναμικής
GT
GD
C
H
L
M
O
e
/iː/ = NOUN: μι;
USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
each
/iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας;
USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα
GT
GD
C
H
L
M
O
earthquakes
/ˈɜːθ.kweɪk/ = NOUN: σεισμός;
USER: σεισμούς, σεισμοί, σεισμών, τους σεισμούς, οι σεισμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
easier
/ˈiː.zi/ = USER: ευκολότερη, ευκολότερο, ευκολότερα, πιο εύκολο, εύκολο, εύκολο
GT
GD
C
H
L
M
O
easily
/ˈiː.zɪ.li/ = ADVERB: εύκολα;
USER: εύκολα, εύκολα να, εύκολα την, εύκολη, εύκολα θα, εύκολα θα
GT
GD
C
H
L
M
O
easy
/ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος;
USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη
GT
GD
C
H
L
M
O
ebooks
/ˈēˌbo͝ok/ = USER: ebooks, τα ebooks, Ηλεκτρονικά Βιβλία eBooks, ηλεκτρονικά βιβλία
GT
GD
C
H
L
M
O
economics
/ˌiː.kəˈnɒm.ɪks/ = NOUN: οικονομολογία, οικονομολογικά;
USER: οικονομία, οικονομικά, οικονομίας, οικονομικών, Economics
GT
GD
C
H
L
M
O
educate
/ˈed.jʊ.keɪt/ = VERB: εκπαιδεύω, διδάσκω, μορφώνω;
USER: εκπαίδευση, εκπαιδεύσει, την εκπαίδευση, εκπαιδεύουν, να εκπαιδεύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
education
/ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση;
USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
educational
/ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: εκπαιδευτικός;
USER: εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικό, εκπαιδευτικά, εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
effective
/ɪˈfek.tɪv/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, ενεργός, μάχιμος, ισχύων;
USER: αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικά, αποτελεσματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
efficiency
/ɪˈfɪʃənsi/ = NOUN: αποδοτικότητα, ικανότητα, αποδοτικότης, ικανότης, δραστηριότης, δραστηριότητα;
USER: αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητα, απόδοση, αποτελεσματικότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
efficient
/ɪˈfɪʃ.ənt/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, αποδοτικός, ικανός, δραστήριος;
USER: αποτελεσματικός, αποδοτικός, αποτελεσματική, αποδοτικό, αποτελεσματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
effortlessly
/ˈef.ət.ləs/ = USER: αβίαστα, χωρίς κόπο, κόπο, εύκολα, χωρίς προσπάθεια
GT
GD
C
H
L
M
O
elderly
/ˈel.dəl.i/ = ADJECTIVE: ηλικιωμένος;
USER: ηλικιωμένος, ηλικιωμένους, ηλικιωμένων, ηλικιωμένοι, ηλικιωμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
electronic
/ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = ADJECTIVE: ηλεκτρονικός;
USER: ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
embedded
/ɪmˈbed.ɪd/ = VERB: ενθέτω, χώνω μέσα;
USER: ενσωματωμένο, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένη, ενσωματωμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
emergency
/iˈmərjənsē/ = NOUN: επείγον, επείγουσα ανάγκη, επείγο, κρίσιμη κατάσταση, ενδεχόμενο, αιφνίδια περίπτωση;
USER: επείγον, έκτακτης ανάγκης, επείγουσα, ανάγκης, επείγουσας
GT
GD
C
H
L
M
O
emotions
/ɪˈməʊ.ʃən/ = NOUN: συγκίνηση;
USER: συναισθήματα, συγκινήσεις, συναισθημάτων, τα συναισθήματα, συναισθήματά
GT
GD
C
H
L
M
O
employees
/ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος;
USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους
GT
GD
C
H
L
M
O
enable
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
enabled
/ɪˈneɪ.bl̩d/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: ενεργοποιημένη, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, επέτρεψε, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
enables
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: επιτρέπει, δίνει τη δυνατότητα, επιτρέπει την, δυνατότητα, δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
enabling
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: επιτρέποντας, επιτρέπει, που επιτρέπει, επιτρέπουν, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
end
/end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε;
VERB: τελειώνω, περατώνω;
USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
energy
/ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα;
USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας
GT
GD
C
H
L
M
O
engage
/ɪnˈɡeɪdʒ/ = VERB: προσυμφωνώ, μισθώνω, ενασχολώ, ενασχολούμαι, συμπλέκομαι, αρραβωνιάζω;
USER: ασκούν, εμπλακούν, συμμετάσχουν, συμμετέχουν, ασχολούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
engaging
/ɪnˈɡeɪ.dʒɪŋ/ = ADJECTIVE: ελκυστικός, συμπαθητικός, ευχάριστος;
USER: συμμετοχή, εμπλοκής, εμπλοκή, τη συμμετοχή, ασκούν
GT
GD
C
H
L
M
O
enhanced
/ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω;
USER: ενισχυμένη, ενισχυμένης, αυξημένη, ενισχυμένο, βελτιωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
enhances
/ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω;
USER: ενισχύει, βελτιώνει, ενισχύει την, αυξάνει, βελτιώνει την
GT
GD
C
H
L
M
O
ensure
/ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι;
USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
enter
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
enterprises
/ˈen.tə.praɪz/ = NOUN: επιχείρηση;
USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, οι επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
entertainment
/ˌentərˈtānmənt/ = NOUN: ψυχαγωγία, διασκέδαση;
USER: ψυχαγωγία, διασκέδαση, ψυχαγωγίας, Entertainment, διασκέδασης, διασκέδασης
GT
GD
C
H
L
M
O
entire
/ɪnˈtaɪər/ = ADJECTIVE: ολόκληρος;
USER: ολόκληρος, ολόκληρο, ολόκληρο το, ολόκληρη, σύνολο
GT
GD
C
H
L
M
O
environmental
/enˌvīrənˈmen(t)l,-ˌvī(ə)rn-/ = USER: περιβάλλοντος, περιβαλλοντικών, περιβαλλοντικής, περιβαλλοντικές, περιβαλλοντική
GT
GD
C
H
L
M
O
equal
/ˈiː.kwəl/ = ADJECTIVE: ίσος;
VERB: ισοφαρίζω, ισώνω, ισούμαι, είμαι ίσον;
USER: ίσος, ίση, ίσης, ίσο, ίσες
GT
GD
C
H
L
M
O
equipment
/ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός;
USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές
GT
GD
C
H
L
M
O
equipped
/ɪˈkwɪpt/ = VERB: εφοδιάζω, εξοπλίζω;
USER: εξοπλισμένα, εξοπλισμένο, εξοπλισμένη, εξοπλισμένες, είναι εξοπλισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
errors
/ˈer.ər/ = NOUN: σφάλμα, λάθος, πλάνη, παρόραμα;
USER: σφάλματα, λάθη, σφαλμάτων, τα λάθη, τα σφάλματα
GT
GD
C
H
L
M
O
essential
/ɪˈsen.ʃəl/ = ADJECTIVE: ουσιώδης;
USER: ουσιώδης, βασικές, απαραίτητη, απαραίτητο, ουσιωδών, ουσιωδών
GT
GD
C
H
L
M
O
etc
/ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά;
USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ
GT
GD
C
H
L
M
O
even
/ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως;
ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος;
NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός;
USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και
GT
GD
C
H
L
M
O
events
/ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν;
USER: εκδηλώσεις, γεγονότα, τα γεγονότα, εκδηλώσεων, συμβάντα, συμβάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
every
/ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος;
USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
everyday
/ˈev.ri.deɪ/ = ADJECTIVE: καθημερινός;
USER: καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές
GT
GD
C
H
L
M
O
everything
/ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί;
USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό
GT
GD
C
H
L
M
O
examples
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα
GT
GD
C
H
L
M
O
exams
/ɪɡˈzæm/ = NOUN: εξέταση, διαγώνισμα, ανάκριση;
USER: Εξετάσεις, εξετάσεων, τις εξετάσεις, Exams, Οι εξετάσεις, Οι εξετάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
excellent
/ˈek.səl.ənt/ = ADJECTIVE: έξοχος;
USER: άριστη, excellent, εξαιρετική, εξαιρετικό, εξαιρετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
exercise
/ˈek.sə.saɪz/ = NOUN: άσκηση, γυμναστική;
VERB: γυμνάζομαι, ασκώ, εξασκώ, γυμνάζω;
USER: άσκηση, ασκεί, ασκούν, ασκήσει, ασκήσουν, ασκήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
experience
/ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική;
VERB: λαμβάνω πείρα;
USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών
GT
GD
C
H
L
M
O
express
/ɪkˈspres/ = NOUN: εξπρές, ταχεία μεταφορά;
ADJECTIVE: ρητός, ταχύς;
VERB: εκφράζω, εκφέρω;
USER: εξπρές, Express, ρητή, Γρήγορο, εκφράζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
expressive
/ɪkˈspres.ɪv/ = ADJECTIVE: εκφραστικός;
USER: εκφραστικός, εκφραστική, εκφραστικό, εκφραστικά, εκφραστικές
GT
GD
C
H
L
M
O
extra
/ˈek.strə/ = ADVERB: επιπλέον, περιπλέον;
ADJECTIVE: πρόσθετος, έκτακτος;
USER: επιπλέον, έξτρα, πρόσθετη, εκτός, πρόσθετο
GT
GD
C
H
L
M
O
extreme
/ɪkˈstriːm/ = ADJECTIVE: ακραίος, άκρο, άκρος, έσχατος;
USER: άκρο, ακραίος, ακραίες, ακραία, ακραίων
GT
GD
C
H
L
M
O
faced
/-feɪst/ = VERB: αντικρύζω, ατενίζω;
USER: που αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζει, αντιμετώπισε, αντιμέτωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
facial
/ˈfeɪ.ʃəl/ = ADJECTIVE: προσώπου;
NOUN: μασάζ;
USER: προσώπου, του προσώπου, πρόσωπο
GT
GD
C
H
L
M
O
facility
/fəˈsɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευκολία, ευχέρεια, βολικότητα;
USER: ευκολία, εγκατάσταση, διευκόλυνση, εγκατάστασης, διευκόλυνσης
GT
GD
C
H
L
M
O
faster
/fɑːst/ = USER: γρηγορότερα, ταχύτερη, ταχύτερα, πιο γρήγορα, γρήγορα
GT
GD
C
H
L
M
O
favourite
/ˈfeɪ.vər.ɪt/ = ADJECTIVE: ευνοούμενος, ευνοούμενος;
NOUN: φαβόρι, φαβόρι, φαβόρι, φαβόρι;
USER: αγαπημένα, αγαπημένο, αγαπημένη, αγαπημένες, το αγαπημένο
GT
GD
C
H
L
M
O
features
/ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα;
VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω;
USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες
GT
GD
C
H
L
M
O
feedback
/ˈfiːd.bæk/ = NOUN: ανατροφοδότηση, ανάδραση, αναπληροφόρηση;
USER: ανατροφοδότηση, ανάδραση, γνώμη, Η γνώμη, μετράει
GT
GD
C
H
L
M
O
feeds
/fiːd/ = NOUN: τροφή, ταγή;
VERB: ταΐζω, τρέφω, τρέφομαι, τροφοδοτώ;
USER: feeds, τροφές, ζωοτροφές, τροφοδοσίες, Αρχεία ροής
GT
GD
C
H
L
M
O
field
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
files
/faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος;
USER: αρχεία, αρχείων, τα αρχεία, φακέλων, αρχεία που
GT
GD
C
H
L
M
O
filled
/-fɪld/ = VERB: γεμίζω, συμπληρώ, πληρώ;
USER: γεμίζουν, γεμάτο, πληρωθεί, συμπληρωθεί, γεμάτη
GT
GD
C
H
L
M
O
finals
/ˈfaɪ.nəl/ = NOUN: τελικές εξετάσεις;
USER: τελικούς, τελικού, τελικοί, τελικό, τελικά, τελικά
GT
GD
C
H
L
M
O
finance
/ˈfaɪ.næns/ = NOUN: οικονομικά, οικονομολογία;
VERB: χρηματοδοτώ;
USER: χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτούν, χρηματοδοτήσουν, χρηματοδοτήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
finances
/ˈfaɪ.næns/ = NOUN: οικονομικά;
USER: οικονομικά, οικονομικών, χρηματοδοτεί, τα οικονομικά, των οικονομικών
GT
GD
C
H
L
M
O
fit
/fɪt/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, ικανός, υγιής, φορμαρισμένος, παροξυσμός;
VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω;
NOUN: σπασμός, παροξυσμός;
USER: κατάλληλος, ικανός, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει
GT
GD
C
H
L
M
O
fluency
/ˈfluː.ənt/ = NOUN: ευχέρεια, ευφράδεια, εύροια;
USER: ευχέρεια, ευφράδεια, άνεση, ευχέρεια λόγου, ευχέρειας
GT
GD
C
H
L
M
O
fly
/flaɪ/ = NOUN: μύγα;
VERB: πετώ, ταξιδεύω, ίπταμαι, φεύγω;
USER: μύγα, πετούν, πετάξει, φέρουν, πετάξετε
GT
GD
C
H
L
M
O
focus
/ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία;
VERB: συγκεντρώ, ρυθμίζω, συγκεντρώνω;
USER: εστίαση, επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, εστιάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
follow
/ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι;
USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
foot
/fʊt/ = NOUN: πόδι, πρόποδες, βάση, πους, άκρο;
VERB: αθροίζω, πατώ, πεζοπορώ, αθροίζω και σημειώνω;
USER: πόδι, πρόποδες, πόδια, τα πόδια, ποδιών, ποδιών
GT
GD
C
H
L
M
O
footprint
/ˈfʊt.prɪnt/ = NOUN: ίχνος, πατημασιά, αχνάρι;
USER: ίχνος, αποτύπωμα, αποτυπώματος, το αποτύπωμα, ίχνους
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forecasts
/ˈfɔː.kɑːst/ = NOUN: πρόγνωση, πρόβλεψη, παραγγελία, προαγγελία;
VERB: προβλέπω, προσχεδιάζω;
USER: προβλέψεις, προγνώσεις, τις προβλέψεις, προβλέψεων, προβλέψεις των
GT
GD
C
H
L
M
O
foreign
/ˈfɒr.ən/ = ADJECTIVE: αλλοδαπός, ξένος, μέτοικος;
USER: ξένος, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, εξωτερικού, εξωτερικού
GT
GD
C
H
L
M
O
format
/ˈfɔː.mæt/ = NOUN: σχήμα και διάταξις βιβλίου;
USER: format, μορφή, φορμά, μορφής, μορφότυπο
GT
GD
C
H
L
M
O
formats
/ˈfɔː.mæt/ = NOUN: σχήμα και διάταξις βιβλίου;
USER: μορφές, φορμά, σχήματα, μορφών, μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
free
/friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα;
ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος;
VERB: ελευθερώνω;
USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς
GT
GD
C
H
L
M
O
friendly
/ˈfrend.li/ = ADJECTIVE: φιλικός;
USER: φιλικός, φιλικό, παιδιά, φιλική, φιλικό προς
GT
GD
C
H
L
M
O
friends
/frend/ = NOUN: φίλος, φίλη;
USER: φίλους, φίλοι, τους φίλους, φίλων, παγκοσμίως, παγκοσμίως
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
fruition
/fruːˈɪʃ.ən/ = NOUN: καρποφορία, πραγματοποίηση;
USER: καρποφορία, πραγματοποίηση, αποδώσει καρπούς, καρπούς, καρποφορήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
fully
/ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα;
USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως
GT
GD
C
H
L
M
O
fun
/fʌn/ = NOUN: διασκέδαση, κέφι, αστείο;
USER: διασκέδαση, διασκεδαστικό, τη διασκέδαση, διασκέδασης, διασκεδάσουν, διασκεδάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
functionality
/ˌfʌŋk.ʃənˈæl.ə.ti/ = USER: λειτουργικότητα, λειτουργικότητας, λειτουργία, λειτουργίες, τη λειτουργικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
game
/ɡeɪm/ = NOUN: παιχνίδι, άθλημα, αγών, κυνήγιο, παιγνίδιο, αγρίμι;
VERB: παίζω;
ADJECTIVE: πρόθυμος;
USER: παιχνίδι, παιχνιδιού, το παιχνίδι, παιχνιδιών, αγώνα
GT
GD
C
H
L
M
O
gamers
/ˈgeɪmə/ = USER: gamers, παίκτες, οι παίκτες, τους παίκτες, τους gamers,
GT
GD
C
H
L
M
O
games
/ɡeɪm/ = NOUN: παιχνίδι, άθλημα, αγών, κυνήγιο, παιγνίδιο, αγρίμι;
VERB: παίζω;
USER: παιχνίδια, games, Αγώνες, τα παιχνίδια, παιχνιδιών
GT
GD
C
H
L
M
O
gaming
/ˈɡeɪ.mɪŋ/ = VERB: παίζω;
USER: gaming, τυχερών παιχνιδιών, παιχνίδια, παιχνιδιών, τυχερού παιχνιδιού
GT
GD
C
H
L
M
O
generate
/ˈdʒen.ər.eɪt/ = VERB: παράγω, γεννώ;
USER: παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, δημιουργία, παράγει
GT
GD
C
H
L
M
O
generated
/ˈjenəˌrāt/ = VERB: παράγω, γεννώ;
USER: παράγεται, δημιουργούνται, δημιουργείται, παράγονται, που παράγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
generation
/ˌdʒen.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, γενεά, γέννηση;
USER: παραγωγή, γενεά, γενιά, γενιάς, παραγωγής
GT
GD
C
H
L
M
O
generations
/ˌdʒen.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, γενεά, γέννηση;
USER: γενεών, γενιές, γενεές, των γενεών
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
give
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
gives
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: δίνει, δίδει, παρέχει, εκδίδει, σας δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
giving
/ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς
GT
GD
C
H
L
M
O
globe
/ɡləʊb/ = NOUN: σφαίρα, υδρόγειος, υδρόγειος σφαίρα, υφήλιος, γλόμπος;
USER: σφαίρα, κόσμο, υδρόγειο, πλανήτη, υφήλιο
GT
GD
C
H
L
M
O
glucose
/ˈɡluː.kəʊs/ = NOUN: γλυκόζη, ζάκχαρον εκ σταφύλων, σταφυλοζάκχαρο;
USER: γλυκόζη, γλυκόζης, της γλυκόζης, γλυκόζης στο, γλυκόζης του
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
government
/ˈɡʌv.ən.mənt/ = NOUN: κυβέρνηση;
USER: κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, την κυβέρνηση, κυβερνητικές
GT
GD
C
H
L
M
O
gps
/ˌdʒiː.piːˈes/ = USER: gps, ΠΣΤ, το GPS
GT
GD
C
H
L
M
O
grant
/ɡrɑːnt/ = NOUN: χορήγηση, παραχώρηση, δωρεά;
VERB: δίνω, παρέχω, παραχωρώ, χαρίζω;
USER: χορηγεί, χορηγήσουν, χορηγούν, χορήγηση, χορηγήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
graphic
/ˈɡræf.ɪk/ = ADJECTIVE: γραφικός, παραστατικός;
USER: γραφικός, γραφικό, γραφικών, γραφικά, οθόνης
GT
GD
C
H
L
M
O
greater
/ˈɡreɪ.tər/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερης, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος
GT
GD
C
H
L
M
O
guests
/ɡest/ = NOUN: επισκέπτης, φιλοξενούμενος, προσκεκλημένος, καλεσμένος, προσκαλεσμένος, ξενιζόμενος, μουσαφίρης;
USER: επισκέπτες, πελάτες, οι επισκέπτες, οι πελάτες, τους επισκέπτες
GT
GD
C
H
L
M
O
guidance
/ˈɡaɪ.dəns/ = NOUN: οδηγία, χειραγώγηση;
USER: οδηγία, καθοδήγηση, καθοδήγησης, οδηγίες, προσανατολισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
guide
/ɡaɪd/ = NOUN: οδηγός, ξεναγός;
VERB: οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω;
USER: καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδηγεί, καθοδηγήσουν, καθοδήγηση, καθοδήγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
guides
/ɡaɪd/ = NOUN: οδηγός, ξεναγός;
USER: οδηγοί, οδηγών, οδηγούς, οι οδηγοί, καθοδηγεί
GT
GD
C
H
L
M
O
gym
/dʒɪm/ = NOUN: γυμναστήριο, γυμνάσιο;
USER: γυμναστήριο, γυμναστηρίου, γυμναστικής, γυμναστική
GT
GD
C
H
L
M
O
handle
/ˈhæn.dəl/ = NOUN: λαβή, χερούλι, μανίκι;
VERB: χειρίζομαι;
USER: λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, να χειριστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
hands
/ˌhænd.ˈzɒn/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου;
VERB: θίγω, εγχειρίζω;
USER: τα χέρια, χέρια, χεριών, hands, στα χέρια
GT
GD
C
H
L
M
O
happen
/ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω;
USER: συμβεί, να συμβεί, συμβαίνουν, συμβούν, τυχαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
having
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
hazards
/ˈhæz.əd/ = NOUN: κίνδυνος, κύνδινος;
VERB: διακινδυνεύω;
USER: κινδύνους, κίνδυνοι, κινδύνων, τους κινδύνους, κίνδυνοι που
GT
GD
C
H
L
M
O
health
/helθ/ = NOUN: υγεία;
ADJECTIVE: υγειονομικός;
USER: υγεία, υγείας, την υγεία, της υγείας, για την υγεία, για την υγεία
GT
GD
C
H
L
M
O
healthcare
/ˈhelθ.keər/ = USER: υγειονομική περίθαλψη, υγειονομικής περίθαλψης, της υγειονομικής περίθαλψης, υγείας, υγειονομικής
GT
GD
C
H
L
M
O
healthier
/ˈhel.θi/ = USER: υγιέστερο, υγιεινό, υγιεινά, υγιείς, υγιή
GT
GD
C
H
L
M
O
hear
/hɪər/ = VERB: ακούω, μανθάνω;
USER: ακούω, ακούσετε, ακούσει, ακούσω, ακούσουν, ακούσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
heart
/hɑːt/ = NOUN: καρδιά, θάρρος;
USER: καρδιά, καρδιάς, καρδιακή, κέντρο, την καρδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
helping
/ˈhel.pɪŋ/ = NOUN: βοήθεια, μερίδα φαγητού, μερίδα, μερίς φαγητού;
USER: βοήθεια, βοηθώντας, βοηθήσει, βοηθά, βοηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
helps
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοηθά, συμβάλλει, βοηθάει, βοηθά στην, σας βοηθά, σας βοηθά
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
high
/haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος;
ADVERB: ψηλά;
USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
GT
GD
C
H
L
M
O
highest
/hī/ = ADJECTIVE: ύψιστος;
USER: υψηλότερη, υψηλότερο, υψηλότερα, υψηλότερες, μεγαλύτερη, μεγαλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
highly
/ˈhaɪ.li/ = ADVERB: υψηλά, υψηλώς, μεγαλόπρεπα;
USER: υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής
GT
GD
C
H
L
M
O
hints
/hɪnt/ = NOUN: υπαινιγμός, υπονοούμενα, νύξις;
USER: Συμβουλές, υποδείξεις, υπαινιγμούς, υπαινιγμοί, νότες
GT
GD
C
H
L
M
O
hires
/haɪər/ = NOUN: ενοικίαση, μίσθωση, εκμίσθωση, απασχόληση, νοίκιασμα, μισθός;
USER: προσλαμβάνει, μισθώνει, ενοικιάζει, προσλήψεις, εκμισθώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
hiring
/ˈhaɪə.rɪŋ/ = VERB: προσλαμβάνω, ενοικιάζω, μισθώνω, νοικιάζω, προσλαμβάνομαι για εργασία, εκμισθώνω;
USER: μίσθωση, πρόσληψη, την πρόσληψη, πρόσληψης, η μίσθωση
GT
GD
C
H
L
M
O
history
/ˈhɪs.tər.i/ = NOUN: ιστορία;
USER: ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού, ιστορικού
GT
GD
C
H
L
M
O
home
/həʊm/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος;
USER: σπίτι, αρχική σελίδα, στο σπίτι, αρχική, σπιτιού, σπιτιού
GT
GD
C
H
L
M
O
hour
/aʊər/ = NOUN: ώρα;
USER: ώρα, ώρες, ωρών, ώρας, ωρη, ωρη
GT
GD
C
H
L
M
O
house
/haʊs/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος, βουλή;
VERB: στεγάζω, εστιώ;
USER: σπίτι, κατοικία, οικία, σπιτιού, το σπίτι, το σπίτι
GT
GD
C
H
L
M
O
household
/ˈhousˌ(h)ōld/ = NOUN: νοικοκυριό, οικογένεια, σπιτικό, οικοκυριό;
ADJECTIVE: οικιακός;
USER: νοικοκυριό, νοικοκυριών, των νοικοκυριών, νοικοκυριού, οικιακών
GT
GD
C
H
L
M
O
hover
/ˈhɒv.ər/ = VERB: φτερουγίζω, πλανιέμαι, περιίπταμαι, επικρέμαμαι;
USER: φτερουγίζω, πλανιέμαι, αιωρούνται, αιωρείται, περάστε
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
humanoid
/ˈ(h)yo͞oməˌnoid/ = ADJECTIVE: ανθρωποειδής;
USER: ανθρωποειδής, ανθρωποειδές, ανθρωποειδών, humanoid, ανθρωποειδή,
GT
GD
C
H
L
M
O
humans
/ˈhjuː.mən/ = USER: τον άνθρωπο, ανθρώπους, άνθρωπο, άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
hydrated
= USER: ενυδατωμένο, ενυδατώνεται, ενυδατώνονται, ενυδατωθεί, ενυδατωμένη,
GT
GD
C
H
L
M
O
ics
/physics/ = USER: ics, ΙΠ, Διευρυμένη, ΣΕΕ, το ICS,
GT
GD
C
H
L
M
O
ideas
/aɪˈdɪə/ = NOUN: ιδέα;
USER: ιδέες, ιδεών, τις ιδέες, ιδέες για, οι ιδέες
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
illiteracy
/ɪˈlɪt.ər.ət/ = NOUN: αναλφαβητισμός, αγραμματοσύνη;
USER: αναλφαβητισμός, αναλφαβητισμού, αναλφαβητισμό, ο αναλφαβητισμός, του αναλφαβητισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
immediately
/ɪˈmiː.di.ət.li/ = ADVERB: αμέσως, άμεσα;
USER: αμέσως, άμεσα, άμεση, πάραυτα, πάραυτα
GT
GD
C
H
L
M
O
immerse
/ɪˈmɜːs/ = VERB: εμβυθίζω, εμβάπτω, βυθίζω, βουτώ;
USER: βυθίζετε, βυθίστε, βυθίσετε, βυθίζεται, βυθίζετε το
GT
GD
C
H
L
M
O
impact
/imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση;
VERB: προσκρούω, εμπήγω;
USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο
GT
GD
C
H
L
M
O
impacting
/ɪmˈpækt/ = VERB: προσκρούω, εμπήγω;
USER: επηρεάζοντας, επηρεάζουν, που επηρεάζουν, επιπτώσεις, αντίκτυπο
GT
GD
C
H
L
M
O
impaired
/ɪmˈpeər/ = VERB: χειροτερεύω, καταστρέφω;
USER: απομειωθεί, απομείωση, μειωμένη, απομειωμένα, διαταραχή
GT
GD
C
H
L
M
O
impairments
/ˌimˈpermənt/ = NOUN: βλάβη, χειροτέρευση, ελάττωση;
USER: απομειώσεις, βλάβες, απομειώσεων, διαταραχές, όρασης,
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
increase
/ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση;
VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω;
USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
increases
/ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση;
USER: αυξήσεις, οι αυξήσεις, αυξάνει, αυξάνεται, αύξηση
GT
GD
C
H
L
M
O
increasingly
/ɪnˈkriː.sɪŋ.li/ = ADVERB: όλο και περισσότερο;
USER: όλο και περισσότερο, όλο, όλο και, ολοένα, ολοένα και, ολοένα και
GT
GD
C
H
L
M
O
individual
/ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο;
ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός;
USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική
GT
GD
C
H
L
M
O
individuals
/ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο;
USER: άτομα, ιδιώτες, τα άτομα, πρόσωπα, ατόμων
GT
GD
C
H
L
M
O
induction
/ɪnˈdʌk.ʃən/ = NOUN: επαγωγή, συμπέρασμα, εγκαθίδρυση, στρατολόγηση;
USER: επαγωγή, επαγωγής, πρόκληση, εισαγωγής, διέγερση
GT
GD
C
H
L
M
O
industrial
/ɪnˈdʌs.tri.əl/ = ADJECTIVE: βιομηχανικός;
USER: βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικής, βιομηχανικών, βιομηχανικές
GT
GD
C
H
L
M
O
info
/ˈɪn.fəʊ/ = USER: info, πληροφορίες, Στοιχεία, info για, επικοινωνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
inform
/ɪnˈfɔːm/ = VERB: πληροφορώ, ενημερώνω, ειδοποιώ;
USER: ενημερώνουν, ενημερώνει, ενημερώσουν, πληροφορεί, ενημερώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
informed
/ɪnˈfɔːmd/ = ADJECTIVE: προειδοποίητος;
USER: ενημερωμένοι, ενημερωθείτε, ενημέρωσε, ενημερώνονται, ενημερώνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
instantly
/ˈɪn.stənt.li/ = ADVERB: στη στιγμή, πάραυτα, εις την στιγμή;
USER: στη στιγμή, αμέσως, άμεσα, άμεση, στιγμιαία
GT
GD
C
H
L
M
O
instructions
/ɪnˈstrʌk.ʃən/ = NOUN: οδηγίες;
USER: οδηγίες, τις οδηγίες, οδηγιών, οδηγίες που, οδηγίες για
GT
GD
C
H
L
M
O
integrated
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος;
USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
interact
/ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία;
USER: αλληλεπιδρούν, αλληλεπιδράσουν, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδράσει, αλληλεπιδρά
GT
GD
C
H
L
M
O
interaction
/ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση;
USER: αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, διάδραση, αλληλεπιδράσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
interactive
/ˌintərˈaktiv/ = ADJECTIVE: αλληλεπιδραστικός;
USER: διαδραστικό, διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικών, διαδραστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
interconnected
/ˌintərkəˈnekt/ = VERB: αλληλοσυνδέω;
USER: διασυνδεδεμένο, διασυνδεδεμένα, διασυνδέονται, διασυνδεδεμένων, διασύνδεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
interest
/ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο;
VERB: ενδιαφέρω;
USER: τόκος, ενδιαφέροντος, ενδιαφέρον, συμφέρον, συμφέροντος
GT
GD
C
H
L
M
O
interests
/ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο;
VERB: ενδιαφέρω;
USER: συμφέροντα, συμφερόντων, τα συμφέροντα, συμφέροντά, συμφέρον
GT
GD
C
H
L
M
O
interface
/ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
introduce
/ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ;
USER: εισαγάγει, εισάγουν, εισαγάγουν, εισαγωγή, εισάγει
GT
GD
C
H
L
M
O
intuitive
/ɪnˈtjuː.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ενστικτώδης, προαισθηματικός;
USER: διαισθητική, διαισθητικό, διαισθητικές, έξυπνο, διαισθητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
inventory
/ˈɪn.vən.tər.i/ = NOUN: καταγραφή εμπορευμάτων, απογραφή εμπορευμάτων;
USER: απογραφή, απογραφής, απόθεμα, αποθέματος, αποθεμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
investments
/ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία;
USER: επενδύσεις, επενδύσεων, τις επενδύσεις, οι επενδύσεις, των επενδύσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
involve
/ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω;
USER: συνεπάγονται, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, συμμετοχή, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
ivr
GT
GD
C
H
L
M
O
keep
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
keeping
/ˈkiː.pɪŋ/ = NOUN: τήρηση, φύλαξη, συντήρηση, αρμονία, διατίρηση;
USER: τήρηση, φύλαξη, διατήρηση, διατηρώντας, κρατώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
key
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό
GT
GD
C
H
L
M
O
kids
/kɪd/ = NOUN: μικρόκοσμος;
USER: παιδιά, τα παιδιά, kids, για παιδιά, Παιδικά
GT
GD
C
H
L
M
O
kiosks
/ˈkiː.ɒsk/ = NOUN: περίπτερο, κιόσκι;
USER: περίπτερα, κιόσκια, περιπτέρων, περίπτερα Περίπτερα, περίπτερα Περίπτερα σε
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
knowledge
/ˈnɒl.ɪdʒ/ = NOUN: γνώση, γνώσεις;
USER: γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης
GT
GD
C
H
L
M
O
label
/ˈleɪ.bəl/ = NOUN: επιγραφή, μάρκα, επίγραμμα, τικέτα;
VERB: επιγράφω, σημειώ, σημειώνω;
USER: επιγραφή, ετικέτα, σήμα, ετικέτας, σήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
landmark
/ˈlænd.mɑːk/ = NOUN: ορόσημο, διακριτικό σημείο;
USER: ορόσημο, ενδιαφέρον σημείο, σε ενδιαφέρον σημείο, αξιοθέατο, σημείο ενδιαφέροντος
GT
GD
C
H
L
M
O
language
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές
GT
GD
C
H
L
M
O
languages
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της
GT
GD
C
H
L
M
O
large
/lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο;
ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς;
USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
last
/lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος;
NOUN: καλαπόδι;
VERB: διαρκώ;
USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
latest
/ˈleɪ.tɪst/ = NOUN: αργότερο;
ADJECTIVE: τελευταίος, νεώτατος;
USER: αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίο
GT
GD
C
H
L
M
O
learner
/ˈlɜː.nər/ = NOUN: μαθητής;
ADJECTIVE: μαθητευόμενος;
USER: μαθητής, μαθητευόμενος, μαθητή, εκπαιδευόμενος, εκπαιδευόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
learners
/ˈlɜː.nər/ = NOUN: μαθητής;
USER: εκπαιδευόμενους, μαθητές, εκπαιδευομένων, εκπαιδευόμενοι, εκπαιδευόμενων
GT
GD
C
H
L
M
O
learning
/ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost;
USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
leave
/liːv/ = NOUN: άδεια;
VERB: φύγω, αφήνω, φεύγω, αναχωρώ;
USER: άδεια, φύγω, άφησε, αφήσει, αφήνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
less
/les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα;
ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων;
USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο
GT
GD
C
H
L
M
O
let
/let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
level
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο
GT
GD
C
H
L
M
O
levels
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων
GT
GD
C
H
L
M
O
leverage
/ˈliː.vər.ɪdʒ/ = NOUN: μόχλευση, δύναμη του μοχλού;
USER: μόχλευση, μόχλευσης, επιρροή, δύναμη, μοχλός
GT
GD
C
H
L
M
O
leveraging
/ˈliː.vər.ɪdʒ/ = USER: μόχλευση, μόχλευσης, αξιοποιώντας, τη μόχλευση, μόχλευση των
GT
GD
C
H
L
M
O
lexicon
/ˈlek.sɪ.kən/ = NOUN: λεξικό;
USER: λεξικό, Lexicon, Εγκυκλοπαίδεια, λεξιλόγιο, λεξικού
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
lifelike
/ˈlaɪf.laɪk/ = ADJECTIVE: όμοιος με ζωντανό;
USER: όμοιος με ζωντανό, ζωντανές, ζωντανά, ζωντανή, ζωντανό
GT
GD
C
H
L
M
O
lifestyle
/ˈlaɪf.staɪl/ = USER: τον τρόπο ζωής, lifestyle, τρόπου ζωής, τρόπο ζωής, τρόπος ζωής
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
listen
/ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι;
USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε
GT
GD
C
H
L
M
O
listening
/ˈlisən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι;
USER: ακούτε, ακούγοντας, ακρόασης, ακρόαση, ακούει, ακούει
GT
GD
C
H
L
M
O
literacy
/ˈlɪt.ər.ə.si/ = NOUN: γνώση γραφής, γνώση ανάγνωσης;
USER: γραμματισμού, αλφαβητισμού, παιδεία, παιδείας, γραμματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
little
/ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς;
ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος;
USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα
GT
GD
C
H
L
M
O
lives
/laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
loaded
/ˈləʊ.dɪd/ = ADJECTIVE: φορτωμένος, γεμάτος;
USER: φορτωμένος, φορτωμένο, φορτώνονται, φορτωθεί, φορτώνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
local
/ˈləʊ.kəl/ = ADJECTIVE: τοπικός;
USER: τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική
GT
GD
C
H
L
M
O
located
/ləʊˈkeɪt/ = VERB: εντοπίζω, τοποθετώ, ευρίσκω, εγκαθίσταμαι;
USER: βρίσκεται, που βρίσκεται, βρίσκονται, που βρίσκονται, τοποθεσία
GT
GD
C
H
L
M
O
location
/ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση;
USER: τοποθεσία, θέση, τοποθεσιών, τοποθεσίας, των τοποθεσιών
GT
GD
C
H
L
M
O
locations
/ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση;
USER: θέσεις, τοποθεσίες, περιοχές, σημεία
GT
GD
C
H
L
M
O
lock
/lɒk/ = NOUN: κλειδαριά, υδροφράκτης, υδροφράχτης;
VERB: κλειδώνω;
USER: κλειδαριά, κλειδώνω, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλείδωμα
GT
GD
C
H
L
M
O
locks
/lɒk/ = NOUN: κλειδαριά, υδροφράκτης, υδροφράχτης;
VERB: κλειδώνω;
USER: κλειδαριές, κλειδαριών, κλειδώνει, κλειδαριές στις, κλειδώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
lonely
/ˈləʊn.li/ = ADJECTIVE: μοναχικός, μονήρης;
USER: μοναχικός, μοναχικό, μοναχική, μόνος, μοναξιά
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
longer
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύτερα, μακρότερος;
ADVERB: περισσότερα, μακρότερα;
USER: πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, πια, μεγαλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
look
/lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος;
VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω;
USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
loud
/laʊd/ = ADJECTIVE: μεγαλόφωνος, στεντόρειος, τρανταχτός;
USER: δυνατά, loud, δυνατό, δυνατός, δυνατή
GT
GD
C
H
L
M
O
love
/lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως;
VERB: αγαπώ, έρωμαι;
USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
low
/ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος;
VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω;
USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού
GT
GD
C
H
L
M
O
machine
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
machinery
/məˈʃiː.nə.ri/ = NOUN: μηχανήματα, μηχανισμός, μηχανικός εξοπλισμός;
USER: μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανές, μηχανών, οχημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
machines
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
magazines
/ˌmæɡ.əˈziːn/ = NOUN: περιοδικό;
USER: περιοδικά, περιοδικών, τα περιοδικά
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
makes
/meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή;
VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά
GT
GD
C
H
L
M
O
making
/ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση;
USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
malls
/mɔːl/ = NOUN: εμπορικό κέντρο, εμπορικός πεζόδρομος, δεντροστοιχία, δημόσιος περίπατος;
USER: εμπορικά κέντρα, εμπορικά, κέντρα, τα εμπορικά, λεωφόρους
GT
GD
C
H
L
M
O
manage
/ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: διαχείριση, διαχειρίζονται, διαχειριστείτε, τη διαχείριση, διαχειρίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
managers
/ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής;
USER: διαχειριστές, διευθυντικά στελέχη, διευθυντές, οι διαχειριστές, στελέχη
GT
GD
C
H
L
M
O
managing
/ˈmanij/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
mandatory
/ˈmæn.də.tər.i/ = ADJECTIVE: επιτακτικός, προστακτικός;
USER: υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής
GT
GD
C
H
L
M
O
manual
/ˈmæn.ju.əl/ = NOUN: εγχειρίδιο;
ADJECTIVE: χειρωνακτικός, των χειρών, χειροποίητος;
USER: εγχειρίδιο, χρήσης, οδηγίες, χειροκίνητα, εγχειριδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacturing
/ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: βιομηχανοποίηση;
USER: παραγωγής, κατασκευή, κατασκευής, παρασκευής, την κατασκευή
GT
GD
C
H
L
M
O
many
/ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί;
USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
market
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
marketing
/ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών;
USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία
GT
GD
C
H
L
M
O
materials
/məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί;
USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών
GT
GD
C
H
L
M
O
maths
/ˌmæθˈmæt.ɪks/ = USER: μαθηματικά, τα μαθηματικά, μαθηματικών, έναν απλό μαθηματικό, απλό μαθηματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
maximum
/ˈmæk.sɪ.məm/ = NOUN: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, ανώτατος όρος;
ADJECTIVE: ανώτατος;
USER: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, μέγιστη, μέγιστο, μέγιστης
GT
GD
C
H
L
M
O
means
/miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο;
USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
measure
/ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά;
VERB: μετρώ, καταμετρώ;
USER: μέτρο, μέτρα, μέτρηση, τη μέτρηση, μετρηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
media
/ˈmiː.di.ə/ = NOUN: μέσα ενημέρωσης;
USER: μέσα ενημέρωσης, μέσα, μέσων, μέσων ενημέρωσης, media
GT
GD
C
H
L
M
O
medical
/ˈmed.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ιατρικός, υγειονομικός;
USER: ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικών, ιατρικής
GT
GD
C
H
L
M
O
medication
/ˌmed.ɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: φάρμακο, θεραπεία;
USER: φάρμακο, φαρμακευτική αγωγή, φάρμακα, φαρμάκων, φαρμάκου
GT
GD
C
H
L
M
O
memory
/ˈmem.ər.i/ = NOUN: μνήμη, ανάμνηση, μνημονικό, θύμηση;
USER: μνήμη, ανάμνηση, μνήμης, τη μνήμη, μνήμη του
GT
GD
C
H
L
M
O
mention
/ˈmen.ʃən/ = VERB: αναφέρω, μνημονεύω;
NOUN: μνεία, μνημόνευση;
USER: αναφέρω, μνεία, αναφέρουμε, αναφέρει, αναφέρουν
GT
GD
C
H
L
M
O
messages
/ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία;
USER: μηνύματα, μηνυμάτων, τα μηνύματα, μηνύματα που, μηνύματά
GT
GD
C
H
L
M
O
messaging
/ˌɪn.stənt ˈmes.ɪ.dʒɪŋ/ = USER: μηνυμάτων, μηνύματα, messaging, ανταλλαγής μηνυμάτων, ανταλλαγή μηνυμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
meters
/ˈmiː.tər/ = NOUN: μέτρο, μετρητής, όργανο μέτρησης;
USER: μέτρα, μέτρων, μ., μετρητές, μακριά
GT
GD
C
H
L
M
O
midterms
/ˈmidˌtərm/ = USER: εξετάσεις προόδου, ενδιάμεσες εξετάσεις, μέσα του τριμήνου, εξετάσεις προόδου του"
GT
GD
C
H
L
M
O
minute
/ˈmɪn.ɪt/ = NOUN: λεπτό;
ADJECTIVE: μικροσκοπικός;
USER: λεπτό, λεπτά, λεπτά με, λεπτά με τα, λεπτών, λεπτών
GT
GD
C
H
L
M
O
mobile
/ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος;
USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών
GT
GD
C
H
L
M
O
modalities
/mōˈdalədē/ = NOUN: τυπικότης, τυπικότητα;
USER: λεπτομέρειες, τρόποι, τρόπους, όρους, ρυθμίσεις,
GT
GD
C
H
L
M
O
modern
/ˈmɒd.ən/ = ADJECTIVE: σύγχρονος, μοντέρνος, νέος, νεώτερος;
USER: σύγχρονος, μοντέρνος, σύγχρονη, σύγχρονες, μοντέρνα
GT
GD
C
H
L
M
O
modules
/ˈmɒd.juːl/ = NOUN: μονάδα μέτρησης;
USER: modules, ενότητες, ενοτήτων, μονάδες, μονάδων
GT
GD
C
H
L
M
O
monitor
/ˈmɒn.ɪ.tər/ = NOUN: μηνυτής, προειδοποιητής, ελεγκτής εκπομπών, πρωτόσχολος, επιμελητής τάξης;
USER: παρακολουθεί, παρακολούθηση, παρακολουθούν, την παρακολούθηση, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
monitoring
/ˈmɒn.ɪ.tər/ = USER: παρακολούθηση, παρακολούθησης, την παρακολούθηση, παρακολούθηση της, ελέγχου
GT
GD
C
H
L
M
O
monitors
/ˈmɒn.ɪ.tər/ = NOUN: μηνυτής, προειδοποιητής, ελεγκτής εκπομπών, πρωτόσχολος, επιμελητής τάξης;
USER: οθόνες, μόνιτορ, παρακολουθεί, οθονών, παρακολούθησης
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
moreover
/môrˈōvər/ = ADVERB: εξάλλου, επί πλέον, εκτός τούτου;
USER: εξάλλου, επί πλέον, Επιπλέον, άλλωστε
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
motivate
/ˈməʊ.tɪ.veɪt/ = VERB: θέτω στην κίνησιν, ενεργώ ως ελατήριο, ωθώ, κινώ;
USER: παρακινήσει, κίνητρα, παρακινήσουν, να παρακινήσει, παρακινήσει τους
GT
GD
C
H
L
M
O
move
/muːv/ = NOUN: κίνηση;
VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ;
USER: κίνηση, μετακινήσετε, κινηθεί, προχωρήσουμε, κινούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
movie
/ˈmuː.vi/ = NOUN: ταινία, κινηματογράφος, ταινία κινηματογράφου;
USER: ταινία, κινηματογράφος, ταινίας, ταινιών, την ταινία
GT
GD
C
H
L
M
O
movies
/ˈmuː.vi/ = NOUN: κινηματογράφος;
USER: ταινίες, Κινηματογράφος, ταινιών, κινηματογράφους, Movies
GT
GD
C
H
L
M
O
multifunctional
= USER: πολυλειτουργικό, πολυλειτουργική, πολυλειτουργικά, πολυλειτουργικού, πολυλειτουργικής
GT
GD
C
H
L
M
O
multilingual
/ˌmʌl.tiˈlɪŋ.ɡwəl/ = ADJECTIVE: πολύγλωσσος;
USER: πολύγλωσσος, πολύγλωσσο, πολύγλωσση, πολυγλωσσική, πολυγλωσσικό
GT
GD
C
H
L
M
O
multimedia
/ˈməltiˈmēdēə,ˈməltī-/ = USER: πολυμέσων, multimedia, πολυμέσα, πολυμεσικών
GT
GD
C
H
L
M
O
multiple
/ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος;
NOUN: πολλαπλάσιο;
USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά
GT
GD
C
H
L
M
O
museums
/mjuːˈziː.əm/ = NOUN: μουσείο;
USER: μουσεία, μουσείων, τα μουσεία, Μουσεία για
GT
GD
C
H
L
M
O
narration
/nəˈreɪ.ʃən/ = NOUN: αφήγηση, διήγηση;
USER: αφήγηση, διήγηση, αφήγησης, αφήγησή, την αφήγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
natural
/ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος;
USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική
GT
GD
C
H
L
M
O
naturally
/ˈnætʃ.ər.əl.i/ = ADVERB: φυσικά, απλά;
USER: φυσικά, φυσικό, φυσικώς, φυσιολογικά, φυσικό τρόπο, φυσικό τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
nav
/nav/ = USER: nav, ΚΑΕ, πλοήγησης, Καθαρή, ΚΕΑ
GT
GD
C
H
L
M
O
navigation
/ˌnæv.ɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: πλοήγηση, ναυτιλία, ναυσιπλοία, θαλασσοπορία, θαλασσοπλοία, κυβέρνηση σκάφους;
USER: πλοήγηση, πλοήγησης, ναυσιπλοΐας, ναυσιπλοΐα, αεροναυτιλίας
GT
GD
C
H
L
M
O
necessary
/ˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: απαραίτητος, αναγκαίος;
USER: απαραίτητος, αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο, απαραίτητο
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
needs
/nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά;
USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των
GT
GD
C
H
L
M
O
neighbourhood
/ˈneɪ.bə.hʊd/ = NOUN: γειτονιά, γειτονιά, γειτονιά, γειτονιά, συνοικία, συνοικία, συνοικία, συνοικία;
USER: γειτονιά, συνοικία, περιοχή, γειτονίας, γειτονιάς
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
news
/njuːz/ = NOUN: νέα, ειδήσεις, νέο, χαμπάρι;
USER: ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση
GT
GD
C
H
L
M
O
newspapers
/ˈn(y)o͞ozˌpāpər/ = NOUN: εφημερίδα, εφημερίς;
USER: εφημερίδες, εφημερίδων, εφημερίδα
GT
GD
C
H
L
M
O
newsworthy
/ˈn(y)o͞ozˌwərT͟Hē/ = ADJECTIVE: άξιος δημοσίευσης;
USER: άξιος δημοσίευσης, γενικού ενδιαφέροντος, άξιος, άξιες μετάδοσης, ειδησεογραφική αξία
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
non
/nɒn-/ = USER: non, non, non;
USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
notification
/ˌnəʊ.tɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: κοινοποίηση, γνωστοποίηση, ειδοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία;
USER: κοινοποίηση, ειδοποίηση, γνωστοποίηση, ανακοίνωση, κοινοποίησης
GT
GD
C
H
L
M
O
notifications
/ˌnəʊ.tɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: κοινοποίηση, γνωστοποίηση, ειδοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία;
USER: κοινοποιήσεις, κοινοποιήσεων, ειδοποιήσεις, ανακοινώσεις, γνωστοποιήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
notifying
/ˈnəʊ.tɪ.faɪ/ = VERB: ειδοποιώ, κοινοποιώ, γνωστοποιώ;
USER: κοινοποιούν, κοινοποίηση, κοινοποίησης, κοινοποιούσα, την κοινοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
novel
/ˈnɒv.əl/ = NOUN: μυθιστόρημα, μυθιστορία;
ADJECTIVE: νέος, καινοφανής;
USER: μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο
GT
GD
C
H
L
M
O
novels
/ˈnɒv.əl/ = NOUN: μυθιστόρημα, μυθιστορία;
USER: μυθιστορήματα, μυθιστορημάτων, τα μυθιστορήματα, μυθιστορήματά, μυθιστόρημα
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
numbers
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
numerous
/ˈnjuː.mə.rəs/ = ADJECTIVE: πολυάριθμος;
USER: πολυάριθμες, πολλές, πολυάριθμα, πολλά, πολυάριθμων
GT
GD
C
H
L
M
O
occupants
/ˈɒk.jʊ.pənt/ = NOUN: κάτοχος, ένοικος;
USER: επιβαίνοντες, επιβάτες, επιβαινόντων, επιβατών, τους επιβαίνοντες
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
offers
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
USER: προσφέρει, προσφορές, διαθέτει, παρέχει, τις προσφορές
GT
GD
C
H
L
M
O
often
/ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις;
USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
older
/əʊld/ = USER: ηλικιωμένων, μεγάλα, μεγαλύτερα, τα μεγαλύτερα, παλαιότερες
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
once
/wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε;
USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
online
/ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
operations
/ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση;
USER: πράξεις, επιχειρήσεις, εργασίες, λειτουργίες, ενέργειες
GT
GD
C
H
L
M
O
operators
/ˈɒp.ər.eɪ.tər/ = NOUN: χειριστής, διαχειριστής, επιχειρηματίας, τηλεφωνητής;
USER: φορείς, φορέων, επιχειρηματίες, φορείς εκμετάλλευσης, διαχειριστές
GT
GD
C
H
L
M
O
optimise
= VERB: βελτιστοποιώ;
USER: βελτιστοποίηση της, τη βελτιστοποίηση, βελτιστοποιήσουν, βελτιστοποιήσει, βελτιστοποιήσετε,
GT
GD
C
H
L
M
O
optimised
/ˈɒp.tɪ.maɪz/ = VERB: βελτιστοποιώ;
USER: βελτιστοποιημένη, βελτιστοποιηθεί, βελτιστοποιημένες, βελτιστοποιείται, βελτιστοποιημένο
GT
GD
C
H
L
M
O
option
/ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας;
USER: επιλογή, δυνατότητα, επιλογής, λύση, επιλογή για
GT
GD
C
H
L
M
O
options
/ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας;
USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
others
/ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
outbound
/ˈaʊt.baʊnd/ = ADJECTIVE: εξερχόμενος, διευθυνόμενος, εξαγωγικός, όποιος πηγαίνει προς τα έξω;
NOUN: που βρίσκεται έξω του πλοίου, που βρίσκεται έξω του σκάφους;
USER: εξερχόμενος, Εξωτερικοί, εξερχόμενες, εξερχόμενο, εξερχόμενου
GT
GD
C
H
L
M
O
output
/ˈaʊt.pʊt/ = NOUN: παραγωγή, απόδοση, προϊόν;
USER: παραγωγή, απόδοση, προϊόν, εξόδου, παραγωγής
GT
GD
C
H
L
M
O
ovens
/ˈʌv.ən/ = NOUN: φούρνος, κλίβανος;
USER: φούρνοι, φούρνους, φούρνων, οι φούρνοι, φουρνοι
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
overall
/ˌəʊ.vəˈrɔːl/ = ADJECTIVE: ολικός;
ADVERB: ολοσχερώς, πέρα πέρα;
USER: συνολική, συνολικά, συνολικό, συνολικής, γενική
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
owners
/ˈəʊ.nər/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: Οι ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες, ιδιοκτητών, τους ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες των
GT
GD
C
H
L
M
O
pa
/pɑː/ = USER: pa, ετησίως, Πενσυλβάνια, ΡΑ, ΠΠ
GT
GD
C
H
L
M
O
panic
/ˈpanik/ = NOUN: πανικός, φόβος;
VERB: πανικοβάλλω, αλαφιάζω;
USER: πανικός, πανικού, πανικό, τον πανικό, κρίσεις, κρίσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
paper
/ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτί, έγγραφο, εφημερίδα, χάρτης, βίβλος;
ADJECTIVE: χάρτινος;
VERB: καλύπτω με χάρτη;
USER: χαρτί, έγγραφο, χαρτιού, το χαρτί, εγγράφου
GT
GD
C
H
L
M
O
parks
/pɑːk/ = NOUN: πάρκο, παρκ, σταθμός αυτοκινήτων, δενδρόκηπος, μαραίνομαι, κήπος αναψυχής, δάσος αναψυχής;
VERB: παρκάρω, σταθμεύω;
USER: πάρκα, πάρκων, Δημόσια πάρκα, Parks
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
passenger
/ˈpæs.ən.dʒər/ = NOUN: επιβάτης;
USER: επιβάτης, επιβατών, επιβατικών, επιβάτη, των επιβατών
GT
GD
C
H
L
M
O
passengers
/ˈpæs.ən.dʒər/ = NOUN: επιβάτης;
USER: επιβάτες, επιβατών, των επιβατών, τους επιβάτες, οι επιβάτες
GT
GD
C
H
L
M
O
patients
/ˈpeɪ.ʃənt/ = USER: ασθενείς, ασθενών, οι ασθενείς, ασθενείς που, ασθενείς με
GT
GD
C
H
L
M
O
pay
/peɪ/ = NOUN: πληρωμή, μισθός, μισθοδοσία;
VERB: πληρώνω, προσφέρω;
USER: πληρωμή, δικαστικά, πληρώσει, καταβάλει, πληρώνουν, πληρώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
perceived
/pəˈsiːv/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, βλέπω, διορώ;
USER: αντιληπτή, αντιληπτό, αντιλαμβάνονται, αντιληπτές, θεωρείται
GT
GD
C
H
L
M
O
percentage
/pəˈsen.tɪdʒ/ = NOUN: ποσοστό, εκατοστιαία αναλογία, αναλογία τις εκατόν;
USER: ποσοστό, μονάδες, ποσοστιαίες, ποσοστού, ποσοστιαία
GT
GD
C
H
L
M
O
perfect
/ˈpɜː.fekt/ = ADJECTIVE: τέλειος, απόλυτος;
NOUN: παρακείμενος;
VERB: τελειοποιώ, τελειώ;
USER: τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική
GT
GD
C
H
L
M
O
performance
/pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση;
USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
person
/ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο;
USER: πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, άτομα
GT
GD
C
H
L
M
O
personal
/ˈpɜː.sən.əl/ = ADJECTIVE: προσωπικός, ιδιωτικός;
USER: προσωπικός, προσωπική, προσωπικού, προσωπικών, προσωπικά
GT
GD
C
H
L
M
O
personalise
/ˈpərs(ə)nəˌlīz/ = VERB: καθιστώ προσωπικόν, προσωποποιώ;
USER: προσωποποιήσει, εξατομίκευση, προσωποποιήσετε, προσαρμόσετε, διαμορφώσετε,
GT
GD
C
H
L
M
O
personalised
/ˈpərsənəlˌīz/ = VERB: προσωποποιώ, καθιστώ προσωπικόν;
USER: εξατομικευμένη, εξατομικευμένες, εξατομικευμένο, εξατομικευμένων, εξατομικευμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
personalize
/ˈpərsənəlˌīz/ = VERB: προσωποποιώ, καθιστώ προσωπικόν;
USER: διαμορφώσετε, προσαρμόσετε, εξατομίκευση, να διαμορφώσετε, προσωποποιήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
personnel
/ˌpərsəˈnel/ = NOUN: προσωπικό;
USER: προσωπικό, προσωπικού, του προσωπικού, το προσωπικό, προσωπικό που
GT
GD
C
H
L
M
O
pharmaceutical
/ˌfɑː.məˈsuː.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: φαρμακευτικός;
USER: φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής
GT
GD
C
H
L
M
O
pharmacy
/ˈfɑː.mə.si/ = NOUN: φαρμακείο, φαρμακευτική;
USER: φαρμακείο, φαρμακευτική, Φαρμακευτικής, φαρμακείου, φαρμακείων
GT
GD
C
H
L
M
O
phone
/fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, κινητό, τηλεφωνίας, τηλεφωνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
phones
/fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνα, κινητά τηλέφωνα, τα τηλέφωνα, τηλεφώνων, κινητά
GT
GD
C
H
L
M
O
phrases
/freɪz/ = NOUN: φράση;
VERB: εκφράζω;
USER: φράσεις, φράσεων, φράσεις που, τις φράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
pick
/pɪk/ = VERB: διαλέγω, συλλέγω, κεντώ, δρέπω;
NOUN: εκλογή, αξίνα, κασμάς, οξύ εργαλείο;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, διαλέξετε, πάρει, να πάρει
GT
GD
C
H
L
M
O
pictures
/ˈpɪk.tʃər/ = NOUN: εικόνες;
USER: εικόνες, φωτογραφίες, φυτογραφίες, εικόνων, φωτογραφιών
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
planes
/pleɪn/ = NOUN: επίπεδο, αεροπλάνο, πλάτανος, πλάνη, πλάνη, ροκάνη, πτέρυξ αεροπλάνου;
VERB: ροκανίζω, πλανίζω;
USER: αεροπλάνα, αεροπλάνων, αεροσκάφη, επίπεδα, επιπέδων
GT
GD
C
H
L
M
O
plant
/plɑːnt/ = NOUN: εργοστάσιο, φυτό;
VERB: φυτεύω, στήνω, στυλώνω, τοποθετώ δολιώς;
USER: φυτό, εργοστάσιο, φυτών, μονάδα, των φυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
play
/pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο;
VERB: παίζω;
USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
player
/ˈpleɪ.ər/ = NOUN: παίχτης;
USER: παίχτης, παίκτης, παίκτη, player, αναπαραγωγής, αναπαραγωγής
GT
GD
C
H
L
M
O
players
/ˈpleɪ.ər/ = NOUN: παίχτης;
USER: παίκτες, οι παίκτες, παικτών, φορείς, players, players
GT
GD
C
H
L
M
O
points
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημεία, σημείων, πόντους, τα σημεία, μονάδες, μονάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
populations
/ˌpɒp.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: πληθυσμός;
USER: πληθυσμούς, πληθυσμοί, πληθυσμών, πληθυσμού, του πληθυσμού
GT
GD
C
H
L
M
O
portable
/ˈpɔː.tə.bl̩/ = ADJECTIVE: φορητός;
USER: φορητός, φορητό, φορητή, φορητές, φορητών
GT
GD
C
H
L
M
O
ports
/pɔːt/ = NOUN: λιμάνι, λιμήν, φιλιστρίνι, αριστερή πλευρά πλοίου, συμπεριφορά;
USER: λιμένες, λιμάνια, λιμένων, θύρες, λιμανιών
GT
GD
C
H
L
M
O
positive
/ˈpɒz.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: θετικός, ρητός;
USER: θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
powerful
/ˈpaʊə.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός;
USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά
GT
GD
C
H
L
M
O
practical
/ˈpræk.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: πρακτικός, χρήσιμος;
USER: πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά, πρακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
practice
/ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση;
VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω;
USER: πρακτική, πράξη, εξάσκηση, πρακτικής, πρακτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
pre
/priː-/ = PREFIX: προ-;
USER: προ, πριν, pre, προ της, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
prefer
/prɪˈfɜːr/ = VERB: προτιμώ, προκρίνω, προτείνω, προβιβάζω;
USER: προτιμώ, προτιμούν, προτιμάτε, προτιμούσαν, προτιμούσε, προτιμούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
prescription
/prɪˈskrɪp.ʃən/ = NOUN: συνταγή, συνταγή γιατρού, εντολή, προδιαγραφή, οδηγία, δικαίωμα, κατόχου;
USER: συνταγή, συνταγογραφούμενα, ιατρική συνταγή, συνταγής, συνταγογραφούμενων
GT
GD
C
H
L
M
O
prescriptions
/prɪˈskrɪp.ʃən/ = NOUN: συνταγή, συνταγή γιατρού, εντολή, προδιαγραφή, οδηγία, δικαίωμα, κατόχου;
USER: συνταγές, συνταγών, προδιαγραφές, τις συνταγές, συνταγογράφησης
GT
GD
C
H
L
M
O
pressure
/ˈpreʃ.ər/ = NOUN: πίεση;
USER: πίεση, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του, πίεση του
GT
GD
C
H
L
M
O
pressures
/ˈpreʃ.ər/ = NOUN: πίεση;
USER: πιέσεις, πιέσεων, πίεση, πιέσεις που, πίεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
problem
/ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός;
USER: πρόβλημα, προβλήματος, ζήτημα, το πρόβλημα, πρόβλημα που, πρόβλημα που
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
professions
/prəˈfeʃ.ən/ = NOUN: επάγγελμα, επιστήμη;
USER: επαγγέλματα, επαγγελμάτων, τα επαγγέλματα, επαγγέλματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
program
/ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα;
VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω;
USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
programme
/ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα;
VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω;
USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
programs
/ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα;
VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω;
USER: προγράμματα, προγραμμάτων, τα προγράμματα, των προγραμμάτων, προγράμματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
prompts
/prɒmpt/ = USER: ζητά, προτροπές, υποδείξεις, ωθεί, προτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
pronounce
/prəˈnaʊns/ = VERB: προφέρω, απαγγέλω, εκφωνώ, δηλώ;
USER: προφέρω, προφέρεται η λέξη, προφέρετε, προφέρει, προφέρεται
GT
GD
C
H
L
M
O
proven
/pruːv/ = ADJECTIVE: αποδεδειγμένος, αποδειχθείς;
USER: αποδεδειγμένος, αποδεδειγμένη, αποδεδειγμένα, αποδεδειγμένο, αποδεδειγμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
provided
/prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
providers
/prəˈvaɪ.dər/ = NOUN: προμηθευτής, χορηγός;
USER: παρόχους, πάροχοι, παρόχων, οι πάροχοι, παροχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
provides
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
providing
/prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
public
/ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο;
ADJECTIVE: δημόσιος;
USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
publishers
/ˈpʌb.lɪ.ʃər/ = NOUN: εκδότης, βιβλιοεκδότης;
USER: εκδότες, εκδοτών, οι εκδότες, τους εκδότες, εκδότες του, εκδότες του
GT
GD
C
H
L
M
O
publishing
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: εκδόσεων, δημοσίευση, εκδόσεις, εκδοτική, δημοσίευσης, δημοσίευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
purchase
/ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο;
VERB: αγοράζω, ψωνίζω;
USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
quality
/ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή;
USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
queue
/kjuː/ = NOUN: ουρά, πλεξίδα, αλογοουρά μαλλιών, σειρά ανθρώπων;
USER: ουρά, ουράς, σειρά αναμονής, αναμονής, ουρά αναμονής
GT
GD
C
H
L
M
O
quickly
/ˈkwɪk.li/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως;
USER: γρήγορα, ταχέως, γρήγορη, σύντομα, γρήγορα να, γρήγορα να
GT
GD
C
H
L
M
O
quiz
/kwɪz/ = NOUN: αίνιγμα, εξέταση, ερώτημα;
VERB: ερωτώ, εξετάζω, εμπαίζω;
USER: κουίζ, quiz, κουίζ για
GT
GD
C
H
L
M
O
radio
/ˈreɪ.di.əʊ/ = NOUN: ραδιόφωνο, ράδιο, ασύρματος, ασύρματος τηλεγράφος, ασύρματο τηλέφωνο, τηλεγράφος;
USER: ραδιόφωνο, ράδιο, ραδιοφώνου, ραδιοφωνικών, ραδιοφωνικό
GT
GD
C
H
L
M
O
rapidly
/ˈræp.ɪd/ = ADVERB: ταχέως, ραγδαία, γοργά, αλματωδώς;
USER: ταχέως, ραγδαία, γοργά, γρήγορα, ταχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
rate
/reɪt/ = NOUN: τιμή, κόστος, αναλογία, βαθμός, αξία, τάξη;
VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω;
USER: τιμή, βαθμός, αναλογία, κόστος, ποσοστό
GT
GD
C
H
L
M
O
rates
/reɪt/ = NOUN: τιμή, κόστος, αναλογία, βαθμός, αξία, τάξη;
VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω;
USER: τιμές, ποσοστά, τα ποσοστά, επιτόκια, συντελεστές
GT
GD
C
H
L
M
O
rather
/ˈrɑː.ðər/ = ADVERB: μάλλον, κάπως, προτιμότερο, κάλλιο;
USER: μάλλον, όχι, και όχι, αντί, παρά
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
reach
/riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση;
VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι;
USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
react
/riˈækt/ = VERB: αντιδρώ, αντενεργώ;
USER: αντιδρούν, αντιδράσει, να αντιδράσει, αντιδρά, αντιδράσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
reactions
/riˈæk.ʃən/ = NOUN: αντίδραση;
USER: αντιδράσεις, αντιδράσεων, ενέργειες, αντιδράσεις που, ενεργειών
GT
GD
C
H
L
M
O
read
/riːd/ = NOUN: ανάγνωση;
VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω;
USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
readers
/ˈriː.dər/ = NOUN: αναγνώστης, αναγνωστικό;
USER: αναγνώστες, τους αναγνώστες, αναγνωστών, οι αναγνώστες, ανάγνωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
reading
/ˈriː.dɪŋ/ = NOUN: ανάγνωση, διάβασμα, ερμηνεία, ανάγνωσμα;
USER: ανάγνωση, διάβασμα, την ανάγνωση, ανάγνωσης, διαβάζοντας, διαβάζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
real
/rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
NOUN: έμπρακτα, ρεάλι;
USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
realistic
/ˌrɪəˈlɪs.tɪk/ = ADJECTIVE: ρεαλιστικός, πραγματικός;
USER: ρεαλιστικός, ρεαλιστική, ρεαλιστικό, ρεαλιστικές, ρεαλιστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
reality
/riˈæl.ɪ.ti/ = NOUN: πραγματικότητα, αλήθεια, πραγματικότης;
USER: πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
receive
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: λαμβάνω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβουν
GT
GD
C
H
L
M
O
receiving
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: παραλαβή, λήψη, λαμβάνουν, λαμβάνει, υποδοχής
GT
GD
C
H
L
M
O
receptionist
/TELEVISION) / = NOUN: ρεσεψιονίστ, ρεσεψιονίστας, υποδεχόμενη;
USER: ρεσεψιονίστ, receptionist, υπάλληλος υποδοχής, ρεσεψιονίστας
GT
GD
C
H
L
M
O
recognition
/ˌrek.əɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: αναγνώριση,, αναγνώρισης, αναγνωρίσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
record
/rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου;
VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω;
USER: ρεκόρ, μητρώο, καταγραφή, ιστορικό, πρακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
refrigerators
/riˈfrijəˌrātər/ = NOUN: ψυγείο;
USER: ψυγεία, ψυγείων, τα ψυγεία, ψυγείο
GT
GD
C
H
L
M
O
regardless
/rɪˈɡɑːd.ləs/ = ADJECTIVE: απρόσεκτος, ασεβής, ανευλαβής;
USER: ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ασχέτως, άσχετα
GT
GD
C
H
L
M
O
rely
/rɪˈlaɪ/ = VERB: βασίζομαι, έχω πεποίθηση;
USER: βασίζονται, επικαλούνται, επικαλεστεί, στηρίζονται, στηριχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
remember
/rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι;
USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε
GT
GD
C
H
L
M
O
remind
/rɪˈmaɪnd/ = VERB: υπενθυμίζω, θυμίζω;
USER: υπενθυμίζω, θυμίζω, υπενθυμίσω, υπενθυμίσει, θυμίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
reminders
/rɪˈmaɪn.dər/ = NOUN: υπενθύμιση, υπόμνηση, ενθύμιο, ενθυμητής;
USER: υπενθυμίσεις, υπενθυμίσεων, υπομνήσεις, υπενθύμισης, υπενθύμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
remote
/rɪˈməʊt/ = ADJECTIVE: μακρινός, απομεμακρυσμένος, απόμερος, μακρυνός;
USER: μακρινός, απομακρυσμένες, απομακρυσμένο, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
remotely
/rɪˈməʊt.li/ = ADVERB: ελάχιστα, μακρόθεν;
USER: μακρόθεν, ελάχιστα, εξ αποστάσεως, απόσταση, απομακρυσμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
rep
/rep/ = NOUN: μαλλομέταξο ύφασμα;
USER: ύφασμα, rep, εκπρ., επανάληψη, αντιπρόσωπος
GT
GD
C
H
L
M
O
repeat
/rɪˈpiːt/ = VERB: επαναλαμβάνω;
ADJECTIVE: επαναληπτικός, επανειλημμένος;
USER: επαναλαμβάνω, επαναλάβετε, επαναλάβω, επαναλάβει, επανάληψη, επανάληψη
GT
GD
C
H
L
M
O
reports
/rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος;
VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: εκθέσεις, εκθέσεων, αναφορές, τις εκθέσεις, αναφορών
GT
GD
C
H
L
M
O
representatives
/ˌrepriˈzentətiv/ = NOUN: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εντολοδόχος, πράκτορας;
USER: εκπροσώπους, εκπρόσωποι, αντιπρόσωποι, εκπροσώπων, οι εκπρόσωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
request
/rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση;
VERB: ζητώ, παρακαλώ;
USER: ζητήσει, να ζητήσει, ζητήσουν, ζητούν, ζητά
GT
GD
C
H
L
M
O
requests
/rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση;
VERB: ζητώ, παρακαλώ;
USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί
GT
GD
C
H
L
M
O
require
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, απαιτείται, χρειάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
required
/rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι;
USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
requires
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτεί, απαιτείται, απαιτεί την, απαιτεί από, προϋποθέτει, προϋποθέτει
GT
GD
C
H
L
M
O
resonance
/ˈrez.ən.əns/ = NOUN: απήχηση, αντήχηση;
USER: απήχηση, αντήχηση, συντονισμού, συντονισμό, συντονισμός
GT
GD
C
H
L
M
O
restrict
/rɪˈstrɪkt/ = VERB: περιορίζω, περιστέλλω;
USER: περιορίσει, περιορίζουν, περιορίζει, περιορισμό, περιορίσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
results
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
reviews
/rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση;
VERB: αναθεωρώ;
USER: σχόλια, κριτικές, αξιολογήσεις, κριτικών, Οι κριτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
rice
/raɪs/ = NOUN: ρύζι, όρυζα;
USER: ρύζι, ρυζιού, το ρύζι, του ρυζιού, όρυζας
GT
GD
C
H
L
M
O
rich
/rɪtʃ/ = ADJECTIVE: πλούσιος, ταλαντούχος;
USER: πλούσιος, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, πλούσιοι
GT
GD
C
H
L
M
O
risk
/rɪsk/ = NOUN: κίνδυνος, ριψοκινδύνευση;
VERB: ρισκάρω, κινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω;
USER: κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου
GT
GD
C
H
L
M
O
road
/rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός;
ADJECTIVE: χερσαίος;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
roadworks
/ˈrəʊdwəːk/ = USER: οδικά έργα, οδοποιίας, έργα οδοποιίας, οδικά, οδικών έργων,
GT
GD
C
H
L
M
O
robot
/ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος;
VERB: ρομπώ;
USER: ρομπότ, robot, ρομπότ που, το ρομπότ
GT
GD
C
H
L
M
O
robotic
/rəʊˈbɒt.ɪk/ = USER: ρομποτικό, ρομποτική, ρομποτικά, ρομποτικών, ρομποτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
robotics
/rəʊˈbɒt.ɪks/ = NOUN: ρομποτική;
USER: ρομποτική, ρομποτικής, Robotics, ρομποτικές, η ρομποτική
GT
GD
C
H
L
M
O
robots
/ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος;
USER: ρομπότ, τα ρομπότ, robots, ρομποτ, ρομπότ που
GT
GD
C
H
L
M
O
role
/rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο;
USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που
GT
GD
C
H
L
M
O
roll
/rəʊl/ = NOUN: ρολό, κύλινδρος, ρόλος, τόπι, αρτίσκος, κατάλογος, ψωμάκι;
VERB: κυλώ, τσουλάω, τυλίσσω, κυλίω, κυλιόμαι, τυλίσσομαι;
USER: ρολό, κυλήσει, roll, κυλήστε, αναπτύξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
routes
/ruːt/ = NOUN: διαδρομή, πορεία, δρόμος;
VERB: διευθύνω, ορίζω τον δρόμον, ορίζω την πορείαν;
USER: διαδρομές, δρομολόγια, Δρόμοι, γραμμές, διαδρομών
GT
GD
C
H
L
M
O
routine
/ruːˈtiːn/ = NOUN: ρουτίνα, τακτική ρουτίνα;
USER: ρουτίνα, ρουτίνας, συνήθεις, συνήθη, συνήθους
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
safeguard
/ˈseɪf.ɡɑːd/ = NOUN: προστασία, εξασφάλιση, περιφρούρηση;
VERB: προστατεύω;
USER: προστασία, εξασφάλιση, διασφάλισης, διασφάλιση, διαφύλαξη
GT
GD
C
H
L
M
O
safeguards
/ˈseɪf.ɡɑːd/ = NOUN: προστασία, εξασφάλιση, περιφρούρηση;
USER: διασφαλίσεις, εγγυήσεις, διασφαλίσεων, εγγυήσεων, διασφάλισης
GT
GD
C
H
L
M
O
safely
/ˈseɪf.li/ = USER: ασφάλεια, με ασφάλεια, ασφαλή
GT
GD
C
H
L
M
O
safety
/ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά;
ADJECTIVE: ασφαλής;
USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
GT
GD
C
H
L
M
O
sat
/sæt/ = VERB: καθίζω, κάθημαι, επικάθημαι, συνεδριάζω, ποζάρω;
USER: κάθισε, Σάββατο, sat, Σάβ, καθόταν
GT
GD
C
H
L
M
O
save
/seɪv/ = PREPOSITION: εκτός;
VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ;
USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
saving
/ˈseɪ.vɪŋ/ = NOUN: οικονομία, σωτηρία, οικονόμος;
ADJECTIVE: σωτήριος;
USER: οικονομία, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, την εξοικονόμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
scale
/skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο;
VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι;
USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά
GT
GD
C
H
L
M
O
scaled
/ˌskeɪldˈdaʊn/ = ADJECTIVE: λεπιδωτός;
USER: κλίμακα, κλιμακώνεται, κλιμακωθεί, κλιμακώνονται, αναβαθμιστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
schedule
/ˈʃed.juːl/ = NOUN: πρόγραμμα, δρομολόγια, δρομολόγιο, ονοματολόγιο, επίσημος κατάλογος;
VERB: σχεδιάζω, θέτω εις το δρομολόγιον;
USER: πρόγραμμα, προγραμματίσετε, χρονοδιάγραμμα, το χρονοδιάγραμμα, προγραμματίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
school
/skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων;
VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ;
USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική
GT
GD
C
H
L
M
O
science
/saɪəns/ = NOUN: επιστήμη;
USER: επιστήμη, επιστήμης, της επιστήμης, την επιστήμη, επιστημονικής
GT
GD
C
H
L
M
O
screen
/skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου;
VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω;
USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο
GT
GD
C
H
L
M
O
screens
/skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου;
USER: οθόνες, οθονών, οθόνη, σίτες, οθόνης
GT
GD
C
H
L
M
O
seamlessly
/ˈsiːm.ləs/ = USER: απρόσκοπτα, αδιάλειπτα, χωρίς ραφή, άψογα, αρμονικά
GT
GD
C
H
L
M
O
second
/ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος;
NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας;
VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω;
USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
GT
GD
C
H
L
M
O
sector
/ˈsek.tər/ = NOUN: τομέας, τομεύς;
USER: τομέας, τομέα, τομέα της, τομέα των, κλάδο
GT
GD
C
H
L
M
O
sectors
/ˈsek.tər/ = NOUN: τομέας, τομεύς;
USER: τομείς, τομέων, κλάδους, κλάδων, τους τομείς
GT
GD
C
H
L
M
O
security
/sɪˈkjʊə.rɪ.ti/ = NOUN: ασφάλεια, εγγύηση, ασφάλιση, σιγουριά, χρεόγραφο, μετοχή, εγγυητής;
USER: ασφάλεια, ασφάλιση, εγγύηση, ασφάλειας, ασφαλείας
GT
GD
C
H
L
M
O
send
/send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστολή, στείλετε, στείλτε, να στείλετε, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
sending
/send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστολή, την αποστολή, στέλνοντας, αποστολής, αποστέλλοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
sense
/sens/ = NOUN: έννοια, αίσθηση, νόημα, λογικό, συναίσθημα, νους, γνώση;
VERB: διαισθάνομαι;
USER: αίσθηση, νόημα, έννοια, λογικό, αίσθημα
GT
GD
C
H
L
M
O
sensors
/ˈsen.sər/ = USER: αισθητήρες, αισθητήρων, αισθητήρια, τους αισθητήρες, ανιχνευτές
GT
GD
C
H
L
M
O
sent
/sent/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστέλλονται, αποστέλλεται, έστειλε, απέστειλε, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
serious
/ˈsɪə.ri.əs/ = ADJECTIVE: σοβαρός, σπουδαίος, αισθητός;
USER: σοβαρός, σοβαρές, σοβαρή, σοβαρό, σοβαρά
GT
GD
C
H
L
M
O
service
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
services
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
servicing
/ˈsɜː.vɪs/ = VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: συντήρηση, εξυπηρέτηση, σέρβις, εξυπηρέτησης, συντήρησης
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
shared
/ʃeəd/ = VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω;
USER: κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, κοινά, κοινή
GT
GD
C
H
L
M
O
shopping
/ˈʃɒp.ɪŋ/ = NOUN: ψώνια, αγορά, ψώνισμα;
USER: ψώνια, αγορών, αγορές, εμπορικό, εμπορική
GT
GD
C
H
L
M
O
show
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
shows
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
simply
/ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα;
USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή
GT
GD
C
H
L
M
O
simulation
/ˌsɪm.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: προσομοίωση, προσποίηση, υπόκριση;
USER: προσομοίωση, προσομοίωσης, εξομοίωση, εξομοίωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
since
/sɪns/ = PREPOSITION: seit;
CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo;
ADVERB: seitdem, inzwischen;
USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
sites
/saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο;
USER: sites, τοποθεσίες, θέσεις, περιοχές, τόπων
GT
GD
C
H
L
M
O
situation
/ˌsɪt.juˈeɪ.ʃən/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία;
USER: κατάσταση, κατάστασης, περίπτωση, κατάσταση της, την κατάσταση
GT
GD
C
H
L
M
O
situations
/sɪt.juˌeɪ.ʃənz ˈveɪ.kənt/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία;
USER: καταστάσεις, καταστάσεων, περιπτώσεις, τις καταστάσεις, καταστάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
skills
/skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης;
USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων
GT
GD
C
H
L
M
O
slides
/slaɪd/ = NOUN: ολίσθηση, τσουλήθρα, πλαξ διά προβολή, τσουλήθρα παιδική, φωτεινή εικόνα, κάτι ολισθαινό;
USER: διαφάνειες, διαφανειών, slides, τσουλήθρες, πλάκες
GT
GD
C
H
L
M
O
slower
/sləʊ/ = USER: βραδύτερη, πιο αργή, βραδύτερο, πιο αργά, αργή
GT
GD
C
H
L
M
O
smart
/smɑːt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, κομψός, ξύπνιος, οξύς, ζωηρός, δριμύς;
NOUN: μάγκας, πόνος;
VERB: πονώ, τσούζω;
USER: έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνες, έξυπνα
GT
GD
C
H
L
M
O
smartly
/ˈsmɑːt.li/ = USER: έξυπνα, επιδέξια, όμορφα, κομψά, πιο έξυπνα
GT
GD
C
H
L
M
O
smartphone
/ˈsmɑːt.fəʊn/ = USER: smartphone, το smartphone, smartphone της, smartphone που, έξυπνο τηλέφωνο
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
soaps
/səʊp/ = NOUN: σαπούνι, σάπων;
USER: σαπούνια, τα σαπούνια, σαπουνιών, σάπωνες, σαπούνι
GT
GD
C
H
L
M
O
social
/ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός;
USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
society
/səˈsaɪ.ə.ti/ = NOUN: κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, συντροφιά, αριστοκρατία;
USER: κοινωνία, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, πολιτών
GT
GD
C
H
L
M
O
software
/ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό;
USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού
GT
GD
C
H
L
M
O
solution
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: διάλυμα, λύση, διαλύματος, λύσης, επίλυση
GT
GD
C
H
L
M
O
solutions
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
solve
/sɒlv/ = VERB: λύνω, επιλύω, λύω;
USER: επίλυση, την επίλυση, επιλύσει, λύσει, να λύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
sounding
/sound/ = NOUN: βολιδοσκόπηση, βυθομέτρηση, ήχηση, ηχών;
USER: βυθομέτρηση, βολιδοσκόπηση, ήχηση, ηχεί, κρούουν
GT
GD
C
H
L
M
O
specialised
/ˈspeʃ.əl.aɪz/ = ADJECTIVE: ειδικευμένος;
USER: ειδικευμένος, εξειδικευμένες, εξειδικευμένο, εξειδικευμένων, εξειδικευμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
specific
/spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος;
USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
speech
/spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά;
USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο
GT
GD
C
H
L
M
O
spikes
/spaɪk/ = NOUN: ακίδα, στάχυ, μέγα καρφί;
USER: αιχμές, καρφιά, ακίδες, ακίδων, κορυφές
GT
GD
C
H
L
M
O
sports
/spɔːts/ = NOUN: αθλητισμός;
USER: αθλητισμός, σπορ, αθλητικών, αθλήματα, αθλητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
stadiums
/ˈsteɪ.di.əm/ = NOUN: στάδιο;
USER: Στάδια, γήπεδα, γηπέδων, σταδίων, Στάδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
staff
/stɑːf/ = NOUN: προσωπικό, επιτελείο, ράβδος, σκυτάλη, βακτήρια, πεντάγραμμα μουσικής;
VERB: επανδρώνω;
USER: προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων
GT
GD
C
H
L
M
O
standardized
/ˈstæn.də.daɪz/ = VERB: τυποποιώ, σταθεροποιώ, κάνω ομοιόμορφον, κάνω κανονικό;
USER: τυποποιημένα, τυποποιημένη, τυποποιημένες, τυποποιημένων, τυποποιημένο
GT
GD
C
H
L
M
O
state
/steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή;
ADJECTIVE: κρατικός, πολιτειακός;
VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω;
USER: κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κράτους, κρατικών
GT
GD
C
H
L
M
O
static
/ˈstæt.ɪk/ = ADJECTIVE: στατικός;
NOUN: στατικός ηλεκτρισμός;
USER: στατικός, στατική, στατικό, στατικές, στατικής
GT
GD
C
H
L
M
O
stations
/ˈæk.ʃən ˌsteɪ.ʃənz/ = NOUN: σταθμός, θέση;
VERB: θέτω, τοποθετώ;
USER: σταθμούς, σταθμοί, σταθμών, πρατήρια, σταθμούς του
GT
GD
C
H
L
M
O
stay
/steɪ/ = NOUN: διαμονή, παραμονή, στήριγμα, σταμάτημα;
VERB: μένω, στέκομαι, διαμένω, σταματώ, αναβάλλω, αντέχω;
USER: διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
GT
GD
C
H
L
M
O
step
/step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα;
VERB: πατώ, βηματίζω;
USER: βήμα, εντείνει, εντείνουν, το βήμα, ενισχύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
still
/stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως;
ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος;
NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος;
VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω;
USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
stock
/stɒk/ = NOUN: στοκ, μετοχή, ζώα, παρακαταθήκη, κεφάλαιο, ζωμός, στέλεχος, κορμός, γένος, χρεόγραφο;
VERB: εφοδιάζω;
ADJECTIVE: έτοιμος;
USER: μετοχή, στοκ, απόθεμα, αποθέματος, αποθέματος της
GT
GD
C
H
L
M
O
stocks
/stɒk/ = NOUN: αποθέματα, σκαρί;
USER: αποθέματα, αποθεμάτων, τα αποθέματα, μετοχές, των αποθεμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
stops
/stɒp/ = USER: σταματά, στάσεις, σταματάει, σταματήσει, σταματά να
GT
GD
C
H
L
M
O
storytelling
/ˈstɔr·iˌtel·ɪŋ, ˈstoʊr-/ = NOUN: διήγηση μύθων;
USER: αφήγησης, αφήγηση, storytelling, αφήγηση ιστοριών
GT
GD
C
H
L
M
O
straight
/streɪt/ = NOUN: ευθεία;
ADVERB: ίσια, ίσα ίσα, παρευθύς, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: απευθείας, ευθύς, ίσιος;
USER: ευθεία, ίσια, ευθύς, απευθείας
GT
GD
C
H
L
M
O
strategies
/ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία;
USER: στρατηγικές, στρατηγικών, τις στρατηγικές, των στρατηγικών, στρατηγικές για
GT
GD
C
H
L
M
O
strengthen
/ˈstreŋ.θən/ = VERB: ενισχύω, δυναμώνω, εδραιώνω, ανδυναμώνω;
USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση, ενισχύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
students
/ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητόκοσμος;
USER: φοιτητές, μαθητές, οι μαθητές, σπουδαστές, μαθητών, μαθητών
GT
GD
C
H
L
M
O
study
/ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο;
VERB: μελετώ, σπουδάζω;
USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
styles
/staɪl/ = NOUN: στυλ, ύφος, τρόπος, ρυθμός, γραφή, συρμός, λεκτικό;
USER: στυλ, μορφές, τα στυλ, μορφών, στιλ
GT
GD
C
H
L
M
O
subject
/ˈsʌb.dʒekt/ = NOUN: θέμα, υποκείμενο, ζήτημα, υπήκοος;
ADJECTIVE: υποκείμενος;
VERB: υποβάλλω, υποτάσσω, εκθέτω;
USER: θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται
GT
GD
C
H
L
M
O
success
/səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ;
USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της
GT
GD
C
H
L
M
O
successful
/səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος;
USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
summaries
/ˈsʌm.ər.i/ = NOUN: περίληψη, σύνοψη;
USER: περιλήψεις, περιλήψεων, συνόψεις, Σύνοψη, Σύνοψη της
GT
GD
C
H
L
M
O
supply
/səˈplaɪ/ = NOUN: προμήθεια, ανεφοδιασμός, εφόδιο;
VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, ανεφοδιάζω;
USER: προμήθεια, παρέχουν, παρέχει, παροχή, παράσχει
GT
GD
C
H
L
M
O
support
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
sure
/ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής;
ADVERB: βέβαια;
USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
surgical
/ˈsɜː.dʒɪ.kəl/ = ADJECTIVE: χειρουργικός;
USER: χειρουργικός, χειρουργική, χειρουργικές, χειρουργικών, χειρουργικά
GT
GD
C
H
L
M
O
symbols
/ˈsɪm.bəl/ = NOUN: σύμβολο;
USER: σύμβολα, συμβόλων, τα σύμβολα, σύμβολα που
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
tablet
/ˈtæb.lət/ = NOUN: δισκίο, ταμπλέτα, χάπι, πλακίδιο, πινακίδα, μικρή δέσμη χάρτου;
USER: δισκίο, ταμπλέτα, δισκίου, tablet, δισκίων
GT
GD
C
H
L
M
O
tailored
/ˈteɪ.ləd/ = ADJECTIVE: επειξειργασμένος από ραπτήν;
USER: προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένων, προσαρμόζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
talent
/ˈtæl.ənt/ = NOUN: ταλέντο, ιδιοφυία, ταλάντο;
USER: ταλέντο, ταλέντων, το ταλέντο, ταλέντου, ταλέντα
GT
GD
C
H
L
M
O
talk
/tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη;
VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ;
USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
talking
/ˈtɔː.kɪŋ.tuː/ = NOUN: ομιλία, λόγια;
ADJECTIVE: ομιλών;
USER: ομιλία, λόγια, μιλάμε, μιλάει, μιλώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
teach
/tiːtʃ/ = VERB: διδάσκω;
USER: διδάσκω, διδάξει, διδάξουν, διδάσκουν, διδάσκει, διδάσκει
GT
GD
C
H
L
M
O
team
/tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων;
ADJECTIVE: ομαδικός;
USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
techniques
/tekˈniːk/ = NOUN: τεχνική;
USER: τεχνικές, τεχνικών, τις τεχνικές, των τεχνικών, τεχνικές που
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
telecommunications
/ˌtel.ɪ.kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃənz/ = NOUN: τηλεπικοινωνία;
USER: τηλεπικοινωνίες, τηλεπικοινωνιών, των τηλεπικοινωνιών, τηλεπικοινωνιακών, τηλεπικοινωνιακό
GT
GD
C
H
L
M
O
televisions
/ˈtel.ɪ.vɪʒ.ən/ = NOUN: τηλεόραση;
USER: τηλεοράσεις, τηλεοράσεων, Οι τηλεοράσεις, τηλεόρασης, τις τηλεοράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
tend
/tend/ = VERB: τείνω, φροντίζω, κλίνω, φυλάσσω, φυλάττω, περιποιούμαι, ρέπω, συντελώ;
USER: τείνουν, τάση, έχουν την τάση, τείνει, την τάση
GT
GD
C
H
L
M
O
tendency
/ˈten.dən.si/ = NOUN: τάση, ροπή, κλίση;
USER: τάση, τάσης, την τάση, η τάση, ροπή
GT
GD
C
H
L
M
O
test
/test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής;
VERB: δοκιμάζω;
USER: δοκιμή, εξέταση, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, δοκιμασία
GT
GD
C
H
L
M
O
testing
/ˈtes.tɪŋ/ = VERB: δοκιμάζω;
USER: δοκιμές, δοκιμή, δοκιμών, δοκιμής, έλεγχο
GT
GD
C
H
L
M
O
tests
/test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής;
USER: δοκιμές, δοκιμών, εξετάσεις, δοκιμασίες, τεστ
GT
GD
C
H
L
M
O
text
/tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα;
USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
thanks
/θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες;
USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
theatre
/ˈθɪə.tər/ = USER: θέατρο, θεάτρου, το θέατρο, θεατρικές, theater
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
things
/θɪŋ/ = NOUN: πράγμα;
USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
thoughts
/θɔːt/ = NOUN: σκέψη, στοχασμός, αναλογισμός;
USER: σκέψεις, σκέψεων, οι σκέψεις, τις σκέψεις, σκέψη
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
tickets
/ˈtɪk.ɪt/ = NOUN: εισιτήριο, δελτίο, τικέτο, θαμνώνας, κατάλογος υποψήφιων, σημείωμα;
VERB: επισημειώ, μαρκάρω;
USER: εισιτήρια, τα εισιτήρια, εισιτηρίων, εισιτήρια για, εισιτήριά
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
tips
/tɪp/ = NOUN: άκρο, φιλοδώρημα, πουρμπουάρ, μυστική πληροφορία;
VERB: κλίνω, γερνώ, κτυπώ ελαφρώς, χτυπώ ελαφρώς, πληροφορώ ιδιαιτερώς, φιλοδορώ;
USER: Συμβουλές, άκρες, συμβουλές για, μικρά μυστικά, άκρες για
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
tools
/tuːl/ = NOUN: εργαλεία;
USER: εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία
GT
GD
C
H
L
M
O
top
/tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα;
ADJECTIVE: ανώτατος;
VERB: σκεπάζω, υπερβάλω;
USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή
GT
GD
C
H
L
M
O
topic
/ˈtɒp.ɪk/ = NOUN: θέμα, ζήτημα;
USER: θέμα, θέματος, το θέμα, Θ.Ενότητας, topic
GT
GD
C
H
L
M
O
tornadoes
/tɔːˈneɪdəʊ/ = NOUN: ανεμοστρόβιλος, σιφούνας;
USER: ανεμοστρόβιλοι, ανεμοστρόβιλους, σίφωνες, τυφώνες, ανεμοστροβίλων"
GT
GD
C
H
L
M
O
tourist
/ˈtʊə.rɪst/ = NOUN: τουρίστας, περιηγητής;
USER: τουρίστας, τουριστικά, τουριστικές, τουριστικό, τουριστική
GT
GD
C
H
L
M
O
towards
/təˈwɔːdz/ = PREPOSITION: προς, περί, πλησίον;
USER: προς, για, προς την, έναντι, μπαλιά
GT
GD
C
H
L
M
O
toys
/tɔɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, παιχνιδάκι, παίγνιο, παιγνιδάκι, κλοτσοσκούφι, παίχνιο;
VERB: παίζω;
USER: Παιχνίδια, Toys, τα παιχνίδια, παιχνιδιών, παιχνίδια που
GT
GD
C
H
L
M
O
track
/træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος;
VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
tracked
/træk/ = VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: παρακολουθούνται, ερπυστριοφόρα, παρακολουθείται, ερπυστριοφόροι, ερπυστριοφόρος
GT
GD
C
H
L
M
O
trackers
/ˈtrakər/ = NOUN: ιχνηλάτης, ανιχνευτής;
USER: ιχνηλάτες, trackers, ηλιοστάτες, ιχνηλατών, ανιχνευτές,
GT
GD
C
H
L
M
O
tracking
/trak/ = VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: παρακολούθησης, tracking, εντοπισμού, παρακολούθηση, την παρακολούθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
traffic
/ˈtræf.ɪk/ = NOUN: κυκλοφορία, κίνηση, μεταφορά, εμπόριο, συγκοινωνία, τροχαία κίνηση, τροχαία κυκλοφορία, δοσοληψία, κίνηση εις τους δρόμους;
VERB: εμπορεύομαι;
USER: κυκλοφορία, κίνηση, κυκλοφορίας, της κυκλοφορίας, κίνησης
GT
GD
C
H
L
M
O
train
/treɪn/ = NOUN: αμαξοστοιχία, τρένο, τραίνο, σειρά, ακολουθία, ειρμός, ουρά φορέματος;
VERB: προπονούμαι, γυμνάζομαι, γυμνάζω, διευθύνω, προγυμνάζω, σύρω, εξασκώ, εξασκούμαι;
USER: τρένο, αμαξοστοιχία, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας
GT
GD
C
H
L
M
O
training
/ˈtreɪ.nɪŋ/ = NOUN: εκπαίδευση, προπόνηση, εξάσκηση, γύμναση;
USER: εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
trains
/treɪn/ = NOUN: αμαξοστοιχία, τρένο, τραίνο, σειρά, ακολουθία, ειρμός, ουρά φορέματος;
VERB: προπονούμαι, γυμνάζομαι, γυμνάζω, διευθύνω, προγυμνάζω, σύρω, εξασκώ, εξασκούμαι;
USER: τρένα, αμαξοστοιχίες, τα τρένα, αμαξοστοιχιών, τραίνα
GT
GD
C
H
L
M
O
transform
/trænsˈfɔːm/ = VERB: μετατρέπω, μετασχηματίζω, μεταμορφώ, μεταμορφώνω;
USER: μετασχηματισμό, μετατρέπουν, μετατρέψει, μετατροπή, μετατρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
translate
/trænsˈleɪt/ = VERB: μεταφράζω, μεταγλωττίζω;
USER: μεταφράζω, μεταφράσουμε, μεταφράσουμε το, μεταφράζουν, να μεταφράσουμε, να μεταφράσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
transport
/ˈtræn.spɔːt/ = NOUN: μεταφορά, συγκοινωνία, διακίνηση, μεταγωγή, μεταγωγικό, μετακόμιση, ανάταση, έκσταση, παραφορά;
VERB: μεταφέρω, μετακομίζω, διαβιβάζω, παραφέρω;
USER: μεταφορά, μεταφορές, τη μεταφορά, μεταφέρουν, μεταφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
transportation
/ˌtræn.spɔːˈteɪ.ʃən/ = NOUN: μεταφορά, μεταγωγή, διαμετακόμιση, μετακόμιση;
USER: μεταφορά, μεταφοράς, μεταφορές, μεταφορών, τη μεταφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
travel
/ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδι, ταξίδιο;
VERB: ταξιδεύω;
USER: ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδεύουν, ταξιδέψετε, ταξιδέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
trends
/trend/ = NOUN: τάση, ροπή, φορά;
USER: τάσεις, τάσεων, τις τάσεις, οι τάσεις, τάσεις της
GT
GD
C
H
L
M
O
triggered
/ˈtrɪɡ.ər/ = VERB: θέτω εις ενέργεια, τραβώ την σκανδάλη;
USER: ενεργοποιείται, ενεργοποιούνται, προκάλεσε, πυροδότησε, ενεργοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
tts
GT
GD
C
H
L
M
O
turn
/tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος;
VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω;
USER: σειρά, στροφή, ενεργοποιήσετε, τη σειρά, μετατρέψει
GT
GD
C
H
L
M
O
tv
/ˌtiːˈviː/ = ABBREVIATION: τηλεόραση;
USER: τηλεόραση, tv, τηλεόρασης, τηλεοραση, τηλεοπτική
GT
GD
C
H
L
M
O
tvs
/ˌtiːˈviː/ = USER: τηλεοράσεις, tvs, τηλεοράσεων, τηλεόραση, τηλεόρασης
GT
GD
C
H
L
M
O
typed
/taɪp/ = VERB: δακτυλογραφώ;
USER: δακτυλογραφημένες, δακτυλογραφημένο, δακτυλογραφημένα, δακτυλογραφημένη, πληκτρολογήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
umbrella
/ʌmˈbrel.ə/ = NOUN: ομπρέλα, ομπρέλλα, αλεξήλιο, αλεξιβρόχιο;
USER: ομπρέλα, ομπρέλας, αιγίδα, umbrella, ομπρέλες
GT
GD
C
H
L
M
O
understand
/ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení;
USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε
GT
GD
C
H
L
M
O
unexpected
/ˌənikˈspektid/ = ADJECTIVE: απροσδόκητος, απρόοπτος, ανέλπιστος;
USER: απροσδόκητος, απροσδόκητη, απρόσμενη, απροσδόκητες, απροσδόκητο
GT
GD
C
H
L
M
O
universities
/ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο;
USER: πανεπιστήμια, τα πανεπιστήμια, πανεπιστημίων, των πανεπιστημίων, των πανεπιστημίων
GT
GD
C
H
L
M
O
university
/ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο;
USER: πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακή, πανεπιστημιακή
GT
GD
C
H
L
M
O
unlock
/ʌnˈlɒk/ = VERB: ξεκλειδώνω;
USER: ξεκλειδώσετε, ξεκλείδωμα, να ξεκλειδώσετε, ξεκλειδώσει, ξεκλειδώσετε το
GT
GD
C
H
L
M
O
unusual
/ʌnˈjuː.ʒu.əl/ = ADJECTIVE: ασυνήθης, ασυνήθιστος;
USER: ασυνήθης, ασυνήθιστος, ασυνήθιστο, ασυνήθιστη, ασυνήθιστες
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
upcoming
/ˈʌpˌkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ανερχόμενος;
USER: επερχόμενη, επερχόμενες, επερχόμενα, επικείμενες, επερχόμενους
GT
GD
C
H
L
M
O
update
/ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω;
USER: ενημέρωση, ενημερώσετε, ενημερώνει, ενημερώνουν, επικαιροποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
user
/ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος;
USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης
GT
GD
C
H
L
M
O
users
/ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες
GT
GD
C
H
L
M
O
ushered
/ˈʌʃ.ər/ = VERB: εισάγω;
USER: μπαίνει, εγκαινίασε, έναυσμα, αποτέλεσε την απαρχή, υιοθέτησε
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
utility
/juːˈtɪl.ɪ.ti/ = NOUN: χρησιμότητα, ωφέλεια, χρησιμότης, ωφελιμότητα, δημόσια υπηρεσία, ωφελιμότης;
USER: χρησιμότητα, βοηθητικό πρόγραμμα, χρησιμότητας, βοηθητικό, κοινής ωφέλειας
GT
GD
C
H
L
M
O
variety
/vəˈraɪə.ti/ = NOUN: ποικιλία, είδος;
USER: ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορους, διάφορα
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/ -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
vehicles
/ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας;
USER: οχήματα, οχημάτων, τα οχήματα, αυτοκίνητα, οχήματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
verbal
/ˈvɜː.bəl/ = ADJECTIVE: προφορικός, ρηματικός;
USER: λεκτική, λεκτικής, λεκτικές, προφορική, προφορικές
GT
GD
C
H
L
M
O
verify
/ˈver.ɪ.faɪ/ = VERB: επαληθεύω, επιβεβαιώ, επικυρώ;
USER: επαληθεύει, επαλήθευση, επαληθεύουν, επαληθεύσει, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
versions
/ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση;
USER: εκδόσεις, εκδόσεων, εκδοχές, τις εκδόσεις, έκδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
via
/ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου;
USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των
GT
GD
C
H
L
M
O
video
/ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση;
ADJECTIVE: τηλεοπτικός;
USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας
GT
GD
C
H
L
M
O
videos
/ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση;
USER: βίντεο, videos, τα βίντεο, ονομάζεται, φωτογραφιών
GT
GD
C
H
L
M
O
viewers
/ˈvjuː.ər/ = NOUN: θεατής, τηλεθεατής;
USER: θεατές, τηλεθεατές, θεατών, οι θεατές, τους θεατές
GT
GD
C
H
L
M
O
viral
/ˈvaɪə.rəl/ = USER: ιογενή, ιογενείς, ιού, ιικό, ιογενής
GT
GD
C
H
L
M
O
virtual
/ˈvɜː.tju.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός, κατ' ουσίαν καίτοι όχι πραγματικός, κατ' αποτέλεσμα καίτοι όχι πραγματικός;
USER: εικονικό, virtual, εικονική, εικονικής, εικονικές
GT
GD
C
H
L
M
O
visibility
/ˌvizəˈbilitē/ = NOUN: ορατότητα, ορατότης, θέα;
USER: ορατότητα, προβολή, προβολής, ορατότητας, την προβολή
GT
GD
C
H
L
M
O
vision
/ˈvɪʒ.ən/ = NOUN: όραμα, όραση, οπτασία, ενόραση, φάσμα;
VERB: οραματίζομαι;
USER: όραση, όραμα, όρασης, όραμά, οράματος
GT
GD
C
H
L
M
O
visit
/ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη;
VERB: επισκέπτομαι;
USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
visitors
/ˈvizitər/ = NOUN: επισκέπτης, μουσαφίρης;
USER: επισκέπτες, οι επισκέπτες, επισκεπτών, τους επισκέπτες, στους επισκέπτες
GT
GD
C
H
L
M
O
visual
/ˈvɪʒ.u.əl/ = ADJECTIVE: οπτικός;
USER: οπτικός, οπτική, οπτικό, οπτικής, οπτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
visually
/ˈvɪʒ.u.ə.li/ = USER: οπτικά, οπτικώς, οπτική, οπτικής, όρασης
GT
GD
C
H
L
M
O
voice
/vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά;
VERB: εκφράζω;
USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή
GT
GD
C
H
L
M
O
voices
/vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά;
VERB: εκφράζω;
USER: φωνές, τις φωνές, φωνών, οι φωνές, φωνή
GT
GD
C
H
L
M
O
warn
/wɔːn/ = VERB: προειδοποιώ, προαγγέλλω;
USER: προειδοποιώ, προειδοποιούν, προειδοποιήσει, προειδοποιεί, προειδοποιήσω
GT
GD
C
H
L
M
O
warnings
/ˈwɔː.nɪŋ/ = NOUN: προειδοποίηση, παραγγελία;
USER: προειδοποιήσεις, προειδοποιήσεων, τις προειδοποιήσεις, προειδοποιήσεις που, προειδοποιήσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
washing
/ˈwɒʃ.ɪŋ/ = NOUN: πλύσιμο, πλύση, μπουγάδα, νίψιμο;
USER: πλύσιμο, πλύση, πλυντήριο, πλύσης, πλυσίματος
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
ways
/-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
wearable
/ˈweə.rə.bl̩/ = ADJECTIVE: φορετός, δυνάμενος να φορεθεί, φθαρτός;
USER: φορετός, φοριέται, φορετά, wearable, φοριούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
weather
/ˈweð.ər/ = NOUN: καιρός;
VERB: αντιμετωπίζω, αερίζω, διέρχομαι;
USER: καιρός, καιρού, καιρό, καιρικές συνθήκες, καιρικές
GT
GD
C
H
L
M
O
web
/web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή;
VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω;
USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων
GT
GD
C
H
L
M
O
website
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website
GT
GD
C
H
L
M
O
websites
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: ιστοσελίδες, δικτυακούς τόπους, ιστοσελίδων, δικτυακών τόπων, websites, websites
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
whenever
/wenˈev.ər/ = ADVERB: οποτεδήποτε, οσάκις;
USER: οποτεδήποτε, οσάκις, όποτε, κάθε φορά, όταν
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
whether
/ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε;
USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
why
/waɪ/ = ADVERB: γιατί;
USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους
GT
GD
C
H
L
M
O
widespread
/ˌwaɪdˈspred/ = ADJECTIVE: εκτενής, λίαν διαδεδομένος;
USER: διαδεδομένη, ευρέως διαδεδομένη, διαδεδομένο, εκτεταμένη, ευρεία
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
withdrawing
/wɪðˈdrɔː/ = VERB: αποσύρω, αποσύρομαι, υπαναχωρώ;
USER: απόσυρση, την απόσυρση, ανακαλούν, ανάκλησης, ανάκληση
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
words
/wɜːd/ = NOUN: λόγια;
USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
works
/wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο;
USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
written
/ˈrɪt.ən/ = ADJECTIVE: γραπτός, γραμμένος, γραφτός;
USER: γραπτός, γραπτή, γραπτές, έγγραφη, γραπτής, γραπτής
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
young
/jʌŋ/ = ADJECTIVE: νέος, νεαρός;
NOUN: νιάτα, νεογνό ζώου;
USER: νέος, νεαρός, μικρά, νεαρή, νέων, νέων
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
959 words