Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
abc /ˌeɪ.biːˈsiː/ = NOUN: αλφάβητο, αλφαβήτα; USER: αλφάβητο, αλφαβήτα, abc, β γ, αβγ,

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
abreast /əˈbrest/ = ADVERB: κατά μέτωπο, απέναντι, δίπλα δίπλα, παραπλευρώς, ένας δίπλα στον άλλο, στο ίδιο ύψος ή επίπεδο, προς τα εμπρός; USER: ενήμεροι, ενήμερος, παραπλεύρως, παρακολουθούν, ενήμεροι για

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
accessibility /əkˈses.ə.bl̩/ = NOUN: προσιτότητα, ευπρόσιτο; USER: προσιτότητα, προσβασιμότητας, προσβασιμότητα, πρόσβασης, accessibility

GT GD C H L M O
accessible /əkˈses.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: προσιτός, προσπελάσιμος, δεκτικός; USER: προσιτός, πρόσβαση, προσβάσιμο, προσβάσιμα, προσβάσιμη

GT GD C H L M O
accessing /ˈæk.ses/ = USER: πρόσβαση, πρόσβαση σε, την πρόσβαση, την πρόσβαση σε, πρόσβαση στο

GT GD C H L M O
accidents /ˈæk.sɪ.dənt/ = NOUN: ατύχημα, δυστύχημα, τυχαίο συμβάν; USER: ατυχήματα, ατυχημάτων, τα ατυχήματα, ατυχήματος, των ατυχημάτων

GT GD C H L M O
according /əˈkôrd/ = VERB: συμφωνώ, χορηγώ, παρέχω; USER: σύμφωνα με, σύμφωνα, ανάλογα, ανάλογα με

GT GD C H L M O
account /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω

GT GD C H L M O
accuracy /ˈæk.jʊ.rə.si/ = NOUN: ακρίβεια; USER: ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβείας

GT GD C H L M O
accurate /ˈæk.jʊ.rət/ = ADJECTIVE: ακριβής; USER: ακριβής, ακριβή, ακριβείς, ακρίβεια, ακριβές

GT GD C H L M O
accurately /ˈæk.jʊ.rət/ = USER: ακρίβεια, με ακρίβεια, επακριβώς, ακριβή, ακριβώς

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
activate /ˈæk.tɪ.veɪt/ = VERB: θέτω εις ενέργειαν, δραστηριοποιώ; USER: ενεργοποιήσετε, ενεργοποίηση, ενεργοποιήσει, ενεργοποιούν, ενεργοποιήστε

GT GD C H L M O
activated /ˈaktəˌvāt/ = VERB: θέτω εις ενέργειαν, δραστηριοποιώ; USER: ενεργοποιείται, ενεργοποιημένη, ενεργοποιούνται, ενεργοποιηθεί, ενεργοποιημένο

GT GD C H L M O
activation /ˈæk.tɪ.veɪt/ = NOUN: δραστηριοποίηση; USER: δραστηριοποίηση, ενεργοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση, ενεργοποιήσεως

GT GD C H L M O
adapt /əˈdæpt/ = ADJECTIVE: πραγματικός

GT GD C H L M O
add /æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
adding /æd/ = NOUN: άθροιση; ADJECTIVE: αθροιστικός, αθροιζών; USER: προσθήκη, προσθέτοντας, την προσθήκη, προσθήκης, η προσθήκη

GT GD C H L M O
adult /ˈæd.ʌlt/ = NOUN: ενήλικας; ADJECTIVE: ενήλικος; USER: ενήλικας, ενήλικος, ενηλίκων, ενήλικα, ενήλικες

GT GD C H L M O
advantage /ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: πλεονέκτημα, όφελος, προτέρημα; USER: πλεονέκτημα, όφελος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματος, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
aed = USER: AED, είναι AED, AED Το

GT GD C H L M O
agencies /ˈeɪ.dʒən.si/ = NOUN: πρακτορείο, αντιπροσωπεία, ενέργεια, παράγων, μέσο; USER: υπηρεσίες, οργανισμούς, οργανισμών, οργανισμοί, γραφεία

GT GD C H L M O
ahead /əˈhed/ = ADVERB: εμπρός; USER: εμπρός, μπροστά, πριν, μέλλον, προχωρήσει, προχωρήσει

GT GD C H L M O
air /eər/ = NOUN: αέρας, ύφος, άνεμος, χαβάς; ADJECTIVE: αεροπορικός; VERB: αερίζω; USER: αέρας, αέρα, αεροπορικών, αέρος, του αέρα, του αέρα

GT GD C H L M O
airports /ˈeə.pɔːt/ = NOUN: αεροδρόμιο, αερολιμένας, θυρίδα αερισμού; USER: αεροδρόμια, αερολιμένες, τα αεροδρόμια, αερολιμένων, αεροδρομίων

GT GD C H L M O
airwaves /ˈeə.weɪvz/ = USER: ραδιοκύματα, ερτζιανών κυμάτων, ερτζιανά, ερτζιανά κύματα, ραδιοκυμάτων

GT GD C H L M O
alarm /əˈlɑːm/ = VERB: τρομάζω, σημαίνω συναγερμό; NOUN: προειδοποίησις κινδύνου; USER: συναγερμού, συναγερμός, συναγερμό, ξυπνητήρι, συναγερμών

GT GD C H L M O
alarms /əˈlɑːm/ = NOUN: συναγερμός; USER: συναγερμός, συναγερμούς, συναγερμοί, συναγερμών, συναγερμού

GT GD C H L M O
alert /əˈlɜːt/ = ADJECTIVE: άγρυπνος, έξυπνος, πανέτοιμος, σβέλτος, έτοιμος για δράση; NOUN: συναγερμός; USER: ειδοποιεί, alert, ειδοποιούν, προειδοποιούν, προειδοποιήσει

GT GD C H L M O
alerts /əˈlɜːt/ = NOUN: ale, ζύθος, είδος μπύρας; USER: ειδοποιήσεις, ενημερώνεστε, καταχωρήσεων, προειδοποιήσεις, Alerts

GT GD C H L M O
alike /əˈlaɪk/ = ADVERB: ομοίως; ADJECTIVE: όμοιος, ομοιάζων; USER: ομοίως, Παρόμοια, όσο, Alike, ίδια

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
allow /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν

GT GD C H L M O
allows /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει

GT GD C H L M O
along /əˈlɒŋ/ = ADVERB: κατά μήκος, εμπρός; USER: κατά μήκος, μαζί, μήκος, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
aloud /əˈlaʊd/ = ADVERB: μεγαλόφωνως; USER: φωναχτά, δυνατά, μεγαλοφώνως, μεγαλόφωνα, δυνατά για

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
alternative /ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο; ADJECTIVE: εναλλακτικός, εναλλάκτεος; USER: εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών

GT GD C H L M O
always /ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς; USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα

GT GD C H L M O
among /əˈmʌŋ/ = PREPOSITION: αναμεταξύ; USER: μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, ανάμεσα σε, στους, στους

GT GD C H L M O
amusement /əˈmjuːz.mənt/ = NOUN: διασκέδαση, ψυχαγωγία; USER: διασκέδαση, ψυχαγωγία, Πάρκα ψυχαγωγίας, ψυχαγωγίας, διασκέδασης

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
analytics /ˌanlˈitiks/ = USER: analytics, αναλύσεων, αναλυτικά, Analytics για

GT GD C H L M O
ancestors /ˈæn.ses.tər/ = NOUN: πρόγονος; USER: πρόγονοί, Οι πρόγονοί, πρόγονοι, προγόνων, προγόνους

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
announcement /əˈnaʊns.mənt/ = NOUN: ανακοίνωση, αγγελία, άγγελμα, αναγκελία; USER: ανακοίνωση, ανακοίνωσης, αναγγελία, την ανακοίνωση, ανακοίνωση της

GT GD C H L M O
announcements /əˈnaʊns.mənt/ = NOUN: ανακοίνωση, αγγελία, άγγελμα, αναγκελία; USER: Ανακοινώσεις, ανακοινώσεων, Ανακοινώσεις του, Ανακοινώσεις της, Ανακοινώσεις Έκπτωση

GT GD C H L M O
another /əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος; USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
anyone /ˈen.i.wʌn/ = PRONOUN: κάποιος, οιοσδήποτε; USER: κάποιος, κανέναν, οποιονδήποτε, καθένας, κανείς

GT GD C H L M O
anything /ˈen.i.θɪŋ/ = PRONOUN: οτιδήποτε, κάτι; USER: κάτι, οτιδήποτε, τίποτα, τίποτε, πάντα, πάντα

GT GD C H L M O
anywhere /ˈen.i.weər/ = ADVERB: οπουδήποτε; USER: οπουδήποτε, πουθενά, όλο, σε όλο, οποιοδήποτε

GT GD C H L M O
app /æp/ = USER: app, εφαρμογή, εφαρμογής, το app, εφαρμογών

GT GD C H L M O
appliances /əˈplaɪ.əns/ = NOUN: συσκευή, εφαρμογή, όργανο; USER: συσκευές, συσκευών, οικιακές συσκευές, συσκευές που, εξοπλισμού

GT GD C H L M O
applications /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις

GT GD C H L M O
applied /əˈplaɪd/ = ADJECTIVE: εφαρμοσμένος; USER: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, εφαρμοστεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή

GT GD C H L M O
applying /əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι; USER: εφαρμογή, εφαρμόζοντας, την εφαρμογή, εφαρμογή του, εφαρμογής

GT GD C H L M O
appointment /əˈpɔɪnt.mənt/ = NOUN: ραντεβού, διορισμός, συνέντευξη; USER: ραντεβού, διορισμός, διορισμό, διορισμού, το διορισμό

GT GD C H L M O
appointments /əˈpɔɪnt.mənt/ = NOUN: εφόδια; USER: ραντεβού, διορισμούς, διορισμοί, συναντήσεις, διορισμών

GT GD C H L M O
approach /əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση; VERB: πλησιάζω; USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της

GT GD C H L M O
apps /æp/ = USER: apps, εφαρμογές, εφαρμογών, εφαρμογές του, εφαρμογές που

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
areas /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που

GT GD C H L M O
around /əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω; USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο

GT GD C H L M O
array /əˈreɪ/ = NOUN: παράταξη, στολή; VERB: αραδιάζω, παρατάσσω, στολίζω; USER: παράταξη, σειρά, πίνακα, συστοιχία, ποικιλία

GT GD C H L M O
arrivals /əˈraɪvəl/ = USER: Arrivals-phrase, Arrivals; USER: αφίξεις, αφίξεων, οι αφίξεις, τις αφίξεις, παραλαβές

GT GD C H L M O
art /ɑːt/ = NOUN: τέχνη; USER: τέχνη, τέχνης, Art, άρθ, τεχνική

GT GD C H L M O
articles /ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα; USER: άρθρα, Τα άρθρα, είδη, αντικείμενα, άρθρων

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
assemble /əˈsem.bl̩/ = NOUN: προσβολή, βίαιη επίθεση, επίθεσις; VERB: προσβάλλω; USER: συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συγκεντρώσει, συγκεντρώσουν, συγκεντρωθούν

GT GD C H L M O
assist /əˈsɪst/ = VERB: βοηθώ; USER: βοηθήσει, επικουρεί, βοηθούν, βοηθήσουν, συνδράμει

GT GD C H L M O
assistant /əˈsɪs.tənt/ = NOUN: βοηθός; ADJECTIVE: βοηθητικός; USER: βοηθός, βοηθό, βοηθού, επίκουρος

GT GD C H L M O
assistive /əˈsɪstɪv/ = USER: βοηθητικές, υποβοηθητικών, υποστηρικτικές, υποβοηθητικές, υποβοήθησης,

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
atm /ˌeɪ.tiːˈem/ = ABBREVIATION: ΑΤΜ, Αυτόματη Ταμειολογιστική Μηχανή; USER: ATM, ΑΤΜ, ατμόσφαιρες, Μηχάνημα αυτόματης ανάληψης, ατμοσφαιρών

GT GD C H L M O
attack /əˈtæk/ = NOUN: επίθεση, προσβολή; VERB: επιτίθεμαι, προσβάλλω; USER: επίθεση, προσβολή, επιτεθεί, επιτεθούν, επιτίθενται

GT GD C H L M O
attractions /əˈtræk.ʃən/ = NOUN: θελγήτρα; USER: αξιοθέατα, Δραστηριότητες, αξιοθέατα της, Δραστηριότητες σε

GT GD C H L M O
audience /ˈɔː.di.əns/ = NOUN: ακροατήριο, ακρόασις; USER: ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό

GT GD C H L M O
audio /ˈɔː.di.əʊ/ = USER: audio, ήχου, ήχο, ήχος, ακουστικά

GT GD C H L M O
auditory /ˈɔː.dɪ.tər.i/ = ADJECTIVE: ακουστικός; USER: ακουστικός, ακουστικό, ακουστική, ακουστικές, ακουστικού

GT GD C H L M O
automate /ˈɔː.tə.meɪt/ = USER: αυτοματοποίηση, την αυτοματοποίηση, αυτοματοποιήσει, αυτοματοποιήσουν, αυτοματοποίηση των

GT GD C H L M O
automated /ˈɔː.tə.meɪt/ = USER: αυτοματοποιημένη, αυτοματοποιημένο, αυτοματοποιημένες, αυτοματοποιημένα, αυτόματη

GT GD C H L M O
automatically /ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως; USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα

GT GD C H L M O
automation /ˈɔː.tə.meɪt/ = NOUN: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός; USER: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός, αυτοματισμού, αυτοματοποίησης, αυτοματισμό

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
avatars /ˈæv.ə.tɑːr/ = USER: avatars, είδωλα, άβαταρ, αβατάρ, τα avatars

GT GD C H L M O
aviation /ˌeɪ.viˈeɪ.ʃən/ = NOUN: αεροπορία, αερόπλοια; USER: αεροπορία, αεροπορίας, αερομεταφορών, αεροπορικών, των αερομεταφορών

GT GD C H L M O
avid /ˈæv.ɪd/ = ADJECTIVE: άπληστος; USER: άπληστος, μανιώδεις, άπληστο, φανατικός, τους μανιώδεις

GT GD C H L M O
avoid /əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω; USER: αποφύγετε, αποφεύγονται, αποφυγή, αποφευχθεί, αποφεύγεται

GT GD C H L M O
avoids /əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω; USER: αποφεύγει, αποφεύγεται, αποτρέπει, αποφεύγεται η, αποφεύγει την

GT GD C H L M O
balance /ˈbæl.əns/ = NOUN: ισορροπία, υπόλοιπο, ισοζύγιο, ισολογισμός, κλείσιμο λογαριασμών, πλαστίγκα; VERB: ισορροπώ, ισολογίζω, ζυγίζω; USER: ισορροπία, εξισορρόπηση, ισορροπίας, εξισορροπήσει, ισορροπήσει

GT GD C H L M O
balances /ˈbæl.əns/ = NOUN: ισορροπία, υπόλοιπο, ισοζύγιο, ισολογισμός, κλείσιμο λογαριασμών, πλαστίγκα; USER: υπόλοιπα, ισορροπίες, υπολοίπων, τα υπόλοιπα, ισοζύγια

GT GD C H L M O
banking /ˈbæŋ.kɪŋ/ = NOUN: τραπεζιτικές εργασίες, πρόχωμα; USER: τραπεζικές, τραπεζικό, τραπεζική, τραπεζικών, τραπεζικού

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
become /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί

GT GD C H L M O
becoming /bɪˈkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ταιριαστός, θελκτικός; USER: να γίνει, γίνει, όλο και, γίνεται, όλο

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
before /bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να; ADVERB: μπροστά, ενώπιο; PREPOSITION: μπροστά; USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από

GT GD C H L M O
beforehand /bɪˈfɔː.hænd/ = ADVERB: προηγουμένως, εκ των προτέρων; USER: εκ των προτέρων, προηγουμένως, προτέρων, των προτέρων, πριν

GT GD C H L M O
behaviour /bɪˈheɪ.vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική, τακτική, τακτική; USER: συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, συμπεριφορά των

GT GD C H L M O
benefits /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: οφέλη, παροχές, τα οφέλη, παροχών, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
best /best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος; VERB: υπερτερώ, νικώ; USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη

GT GD C H L M O
beyond /biˈjɒnd/ = PREPOSITION: πέρα; ADVERB: πέραν, πέρα, υπεράνω, αργότερα; NOUN: υπερπέραν; USER: πέρα, πέραν, πέρα από, μετά, εκτός

GT GD C H L M O
bills /bɪl/ = NOUN: γραμμάτια, χαρτονόμισμα; USER: γραμμάτια, λογαριασμούς, τους λογαριασμούς, λογαριασμών, λογαριασμοί

GT GD C H L M O
bimodal = USER: δικόρυφη, διτροπική, δίτροπη, δίτροπων, δίτροπες,

GT GD C H L M O
blend /blend/ = NOUN: μείγμα, συνδυασμός, συγχώνευση, κράμα; VERB: συνδυάζω, ανακατεύω, αναμειγνύω, συγχωνεύω, συγχωνεύομαι; USER: μείγμα, συνδυάσει, συνδυάζουν, συνδυάσουν, ταιριάζει

GT GD C H L M O
blizzards /ˈblɪz.əd/ = NOUN: χιονοθύελλα, χιονοστρόβιλος; USER: χιονοθύελλες, θύελλες,

GT GD C H L M O
blood /blʌd/ = NOUN: αίμα, αιματοχυσία, συγγένεια, φόνος; USER: αίμα, αίματος, του αίματος, στο αίμα, αρτηριακή

GT GD C H L M O
board /bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου; VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω; USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους

GT GD C H L M O
bodies /ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα; USER: φορείς, οργανισμούς, φορέων, όργανα, σώματα

GT GD C H L M O
bookmarking /ˈbʊkmɑːk/ = USER: bookmarking, σελιδοδείκτη, Σελιδοδείκτης, σελιδοδεικτών, σελιδοδείκτες,

GT GD C H L M O
books /bʊk/ = NOUN: βιβλίο; VERB: εγγράφω; USER: βιβλία, τα βιβλία, βιβλίων, books, βιβλία που, βιβλία που

GT GD C H L M O
boosting /buːst/ = VERB: καυχιέμαι, ανωθώ, προάγω; USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, την ενίσχυση, ενισχύοντας, τόνωση

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
box /bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα; VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ; USER: κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, θέση

GT GD C H L M O
brainer / -breɪnd/ = USER: brainer, ψραηνερ,

GT GD C H L M O
brand /brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός; VERB: στιγματίζω; USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand

GT GD C H L M O
break /breɪk/ = NOUN: διακοπή, θραύση, διάσπαση; VERB: σπάζω, παραβιάζω, δαμάζω, ρηγνύω, θραύω; USER: διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσει, να σπάσει, να σπάσει

GT GD C H L M O
breaking /brāk/ = VERB: σπάζω, παραβιάζω, δαμάζω, ρηγνύω, θραύω; USER: σπάσιμο, σπάζοντας, το σπάσιμο, θραύση, ο οποίος

GT GD C H L M O
bridge /brɪdʒ/ = NOUN: γέφυρα, γεφύρωμα; VERB: γεφυρώνω; USER: γέφυρα, Bridge, γέφυρας, γέφυρα του, γεφύρι

GT GD C H L M O
broadcast /ˈbrɔːd.kɑːst/ = NOUN: αναμετάδοση; VERB: εξαγγελλώ διά του ραδιόφωνου; USER: αναμετάδοση, μεταδίδονται, μεταδίδουν, μεταδίδεται, μετάδοση

GT GD C H L M O
broadcasting /ˈbrɔːd.kɑːst/ = ADJECTIVE: ραδιοφωνικός; USER: μετάδοση, ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης, ραδιοτηλεοπτικών, μετάδοσης, ραδιοτηλεόρασης

GT GD C H L M O
browse /braʊz/ = VERB: ξεφυλλίζω, βοσκώ, φυλλομετρώ, εξετάζω ταχέως; USER: περιηγηθείτε, αναζήτηση, περιήγηση, αναζητήστε, περιηγηθείτε σε

GT GD C H L M O
budget /ˈbʌdʒ.ɪt/ = NOUN: προϋπολογισμός; VERB: προϋπολογίζω; USER: προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό

GT GD C H L M O
building /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου

GT GD C H L M O
buildings /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίρια, κτιρίων, κτήρια, κτηρίων, τα κτίρια

GT GD C H L M O
bus /bʌs/ = NOUN: λεωφορείο; USER: λεωφορείο, λεωφορείων, λεωφορείου, λεωφορεία, του λεωφορείου, του λεωφορείου

GT GD C H L M O
buses /bʌs/ = NOUN: λεωφορείο; USER: λεωφορεία, τα λεωφορεία, λεωφορείων, λεωφορεία που

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
busy /ˈbɪz.i/ = ADJECTIVE: απασχολημένος, κατειλημμένος; VERB: απασχολώ; USER: απασχολημένος, απασχολημένοι, πολυάσχολη, πολυσύχναστη, πολυάσχολο, πολυάσχολο

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
buttons /ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο; USER: κουμπιά, πλήκτρα, κουμπιών, τα κουμπιά, πλήκτρων

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
call /kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη; VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call

GT GD C H L M O
called /kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε

GT GD C H L M O
calls /kɔːl/ = NOUN: λεωφορείο; USER: κλήσεις, κλήσεων, καλεί, ζητεί, ζητεί από

GT GD C H L M O
campaign /kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση; VERB: εκστρατεύω; USER: εκστρατεία, καμπάνια, εκστρατείας, καμπάνιας, εκστρατεία για

GT GD C H L M O
campaigns /kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση; USER: εκστρατείες, καμπάνιες, εκστρατειών, ενημερωτικές εκστρατείες, τις καμπάνιες

GT GD C H L M O
campus /ˈkæm.pəs/ = NOUN: πανεπιστημιούπολη, γήπεδο κολλέγιου; USER: πανεπιστημιούπολη, πανεπιστημιούπολης, campus, πανεπιστημίου, πανεπιστημιουπόλεις

GT GD C H L M O
campuses /ˈkæm.pəs/ = NOUN: πανεπιστημιούπολη, γήπεδο κολλέγιου; USER: πανεπιστημιουπόλεις, πανεπιστήμια, εκπαιδευτικοί χώροι, εκπαιδευτικών χώρων, πανεπιστημιουπόλεων

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
capabilities /ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα; USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες

GT GD C H L M O
care /keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα; VERB: φροντίζω, νοιάζομαι; USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει

GT GD C H L M O
caregivers /ˈkeəˌɡɪv.ər/ = USER: φροντιστές, άτομα που τους φροντίζουν, νοσηλευτές, οι φροντιστές, caregivers,

GT GD C H L M O
cases /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περιπτώσεις, υποθέσεις, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις

GT GD C H L M O
cash /kæʃ/ = NOUN: μετρητά, ρευστό χρήμα, μετρητά χρήματα; VERB: εισπράττω, εξαργυρώνω; USER: μετρητά, μετρητών, σε μετρητά, ροών, ταμειακών

GT GD C H L M O
cater /ˈkeɪ.tər/ = VERB: προμηθεύω; USER: φροντίσει, καλύψουν, εξυπηρετούν, να καλύψουν, καλύψει

GT GD C H L M O
centres /ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο, κέντρο, κέντρο; VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω; USER: κέντρα, κέντρων, τα κέντρα, κέντρο

GT GD C H L M O
certain /ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής; USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι

GT GD C H L M O
chain /tʃeɪn/ = NOUN: αλυσίδα, καδένα; VERB: αλυσοδένω; USER: αλυσίδα, αλυσίδας, της αλυσίδας, αλύσου, αλυσίδος

GT GD C H L M O
challenge /ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού; VERB: προκαλώ; USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν

GT GD C H L M O
challenges /ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού; VERB: προκαλώ; USER: προκλήσεις, προκλήσεων, τις προκλήσεις, προκλήσεις που, προκλήσεων που

GT GD C H L M O
changes /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές

GT GD C H L M O
channel /ˈtʃæn.əl/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: κανάλι, δίαυλος, καναλιού, καναλιών, διαύλου

GT GD C H L M O
check /tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση; VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω; USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη

GT GD C H L M O
checking /CHek/ = NOUN: έλεγχος, αναχαίτιση; USER: έλεγχος, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχοντας

GT GD C H L M O
children /ˈtʃɪl.drən/ = NOUN: παιδιά; USER: παιδιά, παιδιών, τα παιδιά, των παιδιών, των παιδιών

GT GD C H L M O
choice /tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση; ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλογή, επιλογής, επιλογές, την επιλογή, η επιλογή, η επιλογή

GT GD C H L M O
choose /tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν

GT GD C H L M O
choosing /tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω; USER: επιλογή, επιλέγοντας, την επιλογή, επιλέγουν, επιλογής

GT GD C H L M O
citizen /ˈsɪt.ɪ.zən/ = NOUN: πολίτης, υπήκοος, κάτοικος; USER: πολίτης, υπήκοος, πολίτη, πολιτών, πολίτες

GT GD C H L M O
class /klɑːs/ = NOUN: κατηγορία, τάξη, κλάση, θέση; VERB: ταξινομώ, κατατάσσω; USER: κατηγορία, τάξη, κλάση, κατηγορίας, τάξης, τάξης

GT GD C H L M O
classroom /ˈklɑːs.ruːm/ = NOUN: αίθουσα διδασκαλίας, δωμάτιο σχολείου; USER: αίθουσα διδασκαλίας, τάξη, στην τάξη, τάξης, στην τάξη που, στην τάξη που

GT GD C H L M O
clear /klɪər/ = ADJECTIVE: σαφής, αίθριος, διαυγής, καθαρός, διαφανής, πλήρης, φανερός, ευδιάκριτος, ξάστερος, απαλαγμένος; ADVERB: καθαρά, εντελώς; VERB: καθαρίζω, αθωώνω; USER: σαφής, σαφές, καθαρίσετε, καταργήστε, διώξει

GT GD C H L M O
clearly /ˈklɪə.li/ = ADVERB: σαφώς, καθαρά, φανερά, ολοφάνερα; USER: σαφώς, καθαρά, σαφήνεια, με σαφήνεια, ξεκάθαρα, ξεκάθαρα

GT GD C H L M O
clinics /ˈklɪn.ɪk/ = NOUN: κλινική; USER: Κλινικές, ιατρεία, κλινικών, Κέντρα, τις κλινικές

GT GD C H L M O
clips /klɪp/ = NOUN: συνδετήρας, ψαλίδισμα, λαβίς χαρτιών, χτύπημα; USER: κλιπ, clips, συνδετήρες, αποσπάσματα, κλιπς

GT GD C H L M O
clocks /klɒk/ = NOUN: ρολόι, χρονόμετρο, ρολόι τοίχου; USER: ρολόγια, ρολογιών, τα ρολόγια, τοίχου, τοίχου

GT GD C H L M O
codes /kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα; USER: κώδικες, κωδικούς, κωδικοί, κωδικών, Κωδικός

GT GD C H L M O
collaborators /kəˈlabəˌrātər/ = NOUN: συνεργάτης, συνεργαζόμενος; USER: συνεργάτες, συνεργατών, τους συνεργάτες, οι συνεργάτες, των συνεργατών"

GT GD C H L M O
collection /kəˈlek.ʃən/ = NOUN: συλλογή, είσπραξη, έρανος, σωρός; USER: συλλογή, είσπραξη, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξης

GT GD C H L M O
combination /ˌkɒm.bɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: μάχη, πάλη, αγών; VERB: μάχομαι, πολεμώ; USER: συνδυασμός, συνδυασμό, συνδυασμού, ο συνδυασμός

GT GD C H L M O
combining = VERB: συνδυάζω, συνενώνω, συνδυάζομαι, ενώνω; USER: συνδυάζοντας, που συνδυάζει, συνδυάζει, συνδυασμό, συνδυάζουν

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
comfort /ˈkʌm.fət/ = NOUN: άνεση, παρηγοριά, ανακούφιση, κομφόρ, κουράγιο; VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω; USER: άνεση, Ανέσεις, Comfort, άνεσης, την άνεση

GT GD C H L M O
commands /kəˈmɑːnd/ = NOUN: εντολή, διοίκηση, διαταγή, ηγεσία, προσταγή, κυριαρχία; VERB: προστάζω, διοικώ; USER: εντολές, εντολών, τις εντολές, εντολές που, εντολές του

GT GD C H L M O
commitment /kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση; USER: δέσμευση, υποχρέωση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή

GT GD C H L M O
communicate /kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω; USER: επικοινωνώ, επικοινωνούν, ανακοινώνουν, κοινοποιούν, επικοινωνία

GT GD C H L M O
communicated /kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω; USER: κοινοποιούνται, γνωστοποιούνται, κοινοποιείται, ανακοινώνονται, κοινοποιηθεί

GT GD C H L M O
communication /kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα; USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών

GT GD C H L M O
community /kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα; USER: κοινότητα, Κοινότητας, κοινότητάς, της κοινότητάς, κοινότητά

GT GD C H L M O
commuters /kəˈmjuː.tər/ = NOUN: ταξιδεύων με εισητήριον διάρκειας; USER: μετακινούμενους, commuters, μετακινούνται, μετακινουμένων, μετακινούμενων εργαζομένων

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
computer /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών

GT GD C H L M O
conditioners /kənˈdɪʃ.ən.ər/ = NOUN: μαλακτικό; USER: κλιματιστικά, βελτιωτικά, διαμορφωτές, μαλακτικά, κλιματιστικών

GT GD C H L M O
conditions /kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις; USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών

GT GD C H L M O
confidently /ˈkɒn.fɪ.dənt/ = ADVERB: με σιγουριά, με βεβαιότητα; USER: με σιγουριά, με βεβαιότητα, αυτοπεποίθηση, σιγουριά, βεβαιότητα

GT GD C H L M O
connected /kəˈnek.tɪd/ = ADJECTIVE: συνδεδεμένος; USER: συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί

GT GD C H L M O
connections /kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία; USER: συνδέσεις, συνδέσεων, τις συνδέσεις, συνδέσεις με, σύνδεση

GT GD C H L M O
consoles = NOUN: κονσόλα; USER: κονσόλες, κονσολών, τις κονσόλες, οι κονσόλες, κονσόλες Κονσόλες"

GT GD C H L M O
consolidate /kənˈsɒl.ɪ.deɪt/ = VERB: παγιώνω, συγκεντρώνω, στερεώνω, εμπεδώνω, ενοποιώ, σταθεροποιώ, συνενώνω; USER: εδραίωση, εδραιώσει, παγίωση, εδραίωση της, παγιώσει

GT GD C H L M O
consumer /kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής; USER: καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτικών

GT GD C H L M O
consumers /kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής; USER: καταναλωτές, τους καταναλωτές, καταναλωτών, οι καταναλωτές, των καταναλωτών

GT GD C H L M O
contact /ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία; VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν; USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με

GT GD C H L M O
content /kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση; ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος; VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ; USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο

GT GD C H L M O
controlled /kənˈtrōl/ = VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: ελέγχεται, ελέγχονται, ελεγχόμενη, ελεγχόμενες, ελεγχθεί

GT GD C H L M O
convenience /kənˈviː.ni.əns/ = NOUN: ευκολία, άνεση; USER: ευκολία, άνεση, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή

GT GD C H L M O
convenient /kənˈviː.ni.ənt/ = ADJECTIVE: βολικός, κατάλληλος, εύκολος, αναπαυτικός; USER: βολικός, κατάλληλος, εύκολος, βολικό, βολική

GT GD C H L M O
convert /kənˈvɜːt/ = VERB: μετατρέπω, σφετερίζομαι, προσηλυτίζω; NOUN: προσήλυτος; ADJECTIVE: προσήλυτος; USER: μετατρέπουν, μετατροπή, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή

GT GD C H L M O
convey /kənˈveɪ/ = VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταδίδω, αποδίδω, εκχωρώ; USER: μεταφέρω, μεταφέρει, μεταφέρουν, μεταδώσει, να μεταφέρει

GT GD C H L M O
cookers /ˈkʊk.ər/ = NOUN: κουζίνα, μαγειρικό σκεύος, μαγειρεύων; USER: κουζίνες, χύτρες, μαγειρεία, φούρνοι, κλιβάνους

GT GD C H L M O
cost /kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο; VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ; USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους

GT GD C H L M O
costly /ˈkɒst.li/ = ADJECTIVE: δαπανηρός, ακριβός, πολυδάπανος; USER: δαπανηρός, δαπανηρή, δαπανηρές, δαπανηρό, δαπανηρά

GT GD C H L M O
costs /kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα; USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες

GT GD C H L M O
counts /kaʊnt/ = NOUN: αρίθμηση, μέτρημα, κόμης, λογαριασμός, κεφάλαιο κατηγορίας; VERB: υπολογίζω, μετρώ, λογαριάζω, θεωρώ, αριθμώ; USER: Η, μετράει, Η γνώμη, γνώμη

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
credit /ˈkred.ɪt/ = NOUN: πίστωση, πίστη, έπαινος, υπόληψη, πεποίθηση, βερεσές, τιμή; VERB: πιστώνω, δίνω πίστωση, πιστεύω; USER: πίστωση, πίστη, πιστωτική, πιστωτικών, πιστωτικές

GT GD C H L M O
critical /ˈkrɪt.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κρίσιμος, επικριτικός, κριτικός; USER: κρίσιμος, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κρίσιμα

GT GD C H L M O
culture /ˈkʌl.tʃər/ = NOUN: καλλιέργεια, κουλτούρα, πολιτισμός, παιδεία, μόρφωση; USER: πολιτισμός, κουλτούρα, καλλιέργεια, πολιτισμού, πολιτισμό

GT GD C H L M O
current /ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους; ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών; USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή

GT GD C H L M O
custom /ˈkʌs.təm/ = NOUN: έθιμο, συνήθεια, έθος; USER: έθιμο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
customisable /ˈkʌstəmaɪzəbl/ = USER: προσαρμόσιμη, προσαρμόσιμο, προσαρμόσιμων, προσαρμόσιμες, παραμετροποιήσιμο,

GT GD C H L M O
customise /ˈkəstəˌmīz/ = USER: προσαρμόσετε, να προσαρμόσετε, προσαρμόσετε το, προσαρμόσετε τις, προσαρμόσει,

GT GD C H L M O
customised /ˈkʌs.tə.maɪz/ = USER: προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένες, εξατομικευμένες, προσαρμοσμένα, προσαρμοστεί

GT GD C H L M O
cut /kʌt/ = VERB: κόβω, τέμνω, χαράσσω, κόπτω; NOUN: τομή, κόψιμο, ελάττωση, μερίδιο, χαρακιά; ADJECTIVE: κομμένος; USER: κόβω, κόψιμο, τομή, κοπεί, έκοψε

GT GD C H L M O
daily /ˈdeɪ.li/ = ADVERB: καθημερινά; ADJECTIVE: ημερήσιος, καθημερινός; NOUN: καθημερινή εφημερίδα; USER: καθημερινά, καθημερινός, ημερήσιος, καθημερινή, ημερήσια

GT GD C H L M O
daisy /ˈdeɪ.zi/ = NOUN: μαργαρίτα, λευκάνθεμο; USER: μαργαρίτα, μαργαρίτας, μαργαριτών, μαργαρίτες, daisy

GT GD C H L M O
date /deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα; VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού; USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
debt /det/ = NOUN: χρέος, οφειλή; USER: χρέος, οφειλή, χρέους, του χρέους, οφειλής

GT GD C H L M O
deemed /diːm/ = VERB: θεωρώ; USER: θεωρείται, θεωρούνται, θεωρείται ότι, κρίνεται, κρίνονται, κρίνονται

GT GD C H L M O
delays /dɪˈleɪ/ = NOUN: καθυστέρηση, αναβολή, επιβράδυνση, χρονοτριβή, αργοπορία; USER: καθυστερήσεις, καθυστερήσεων, οι καθυστερήσεις, καθυστέρηση, τις καθυστερήσεις

GT GD C H L M O
delight /dɪˈlaɪt/ = NOUN: απόλαυση, χαρά, τέρψη, μεγάλη ευχαρίστηση, ηδονή; VERB: χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, ηδονίζομαι; USER: απόλαυση, χαρά, τέρψη, ευχαριστήσει, ενθουσιάσει

GT GD C H L M O
deliver /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; NOUN: διανομέας, λυτρότητα; USER: παραδώσει, διατυπώνει, παράδοση, παραδίδουν, παρέχουν

GT GD C H L M O
demos /ˈdem.əʊ/ = NOUN: διαδήλωση; USER: demos, επιδείξεις, δήμος, δήμο, δήμου

GT GD C H L M O
department /dɪˈpɑːt.mənt/ = NOUN: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, υπουργείο, κλάδος, νόμος; USER: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, Τμήματος, Department

GT GD C H L M O
departures /dɪˈpɑːtʃə/ = PHRASE: Αναχωρήσεις; USER: αναχωρήσεις, αναχωρήσεων, αναχωρήσεις σε, αποκλίσεις, πληροφορίες αναχωρήσεων,

GT GD C H L M O
deploy /dɪˈplɔɪ/ = VERB: παρατάσσω, αναπτύσσω; USER: ανάπτυξη, αναπτύξετε, την ανάπτυξη, αναπτύξει, αναπτύσσουν

GT GD C H L M O
deployed /dɪˈplɔɪ/ = VERB: παρατάσσω, αναπτύσσω; USER: αναπτυχθεί, αναπτύσσονται, έχουν αναπτυχθεί, αναπτύσσεται, αναπτυχθούν

GT GD C H L M O
deploying /dɪˈplɔɪ/ = VERB: παρατάσσω, αναπτύσσω; USER: ανάπτυξη, την ανάπτυξη, αναπτύσσοντας, αναπτύσσουν, την ανάπτυξη του

GT GD C H L M O
deposits /dɪˈpɒz.ɪt/ = NOUN: κατάθεση, προκαταβολή, καταβολή, κοίτασμα, ίζημα, κατάθεση χρημάτων, παράβολο, εναπόθεμα, καπάρο; USER: καταθέσεις, καταθέσεων, οι καταθέσεις, τις καταθέσεις, κοιτάσματα

GT GD C H L M O
descriptions /dɪˈskrɪp.ʃən/ = NOUN: περιγραφή, τύπος; USER: περιγραφές, περιγραφών, περιγραφή, περιγραφές των, ονομασίες

GT GD C H L M O
designed /dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω; USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη

GT GD C H L M O
designers /dɪˈzaɪ.nər/ = NOUN: σχεδιαστής; USER: σχεδιαστές, οι σχεδιαστές, σχεδιαστών, designers, τους σχεδιαστές

GT GD C H L M O
desirability /dɪˌzaɪə.rəˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: επιθυμητό; USER: επιθυμητό, σκοπιμότητα, επιθυμία, επιθυμητή, είναι επιθυμητή

GT GD C H L M O
destination /ˌdes.tɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: προορισμός; USER: προορισμός, προορισμού, προορισμό, τον προορισμό, περίγυρο

GT GD C H L M O
develop /dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω; USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει

GT GD C H L M O
device /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης

GT GD C H L M O
devices /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων

GT GD C H L M O
dial /ˈdaɪ.əl/ = NOUN: καντράν, ταμπλώ, πλάκα ρολογιού, καντράν ρολογιού, δίσκος τηλεφώνου; VERB: καλώ, παίρνω αριθμό τηλεφώνου, τηλεφωνώ χειριζόμενος το καντράν του τηλεφώνου; USER: dial, καλέσετε, καλέστε, κλήση, καλείτε

GT GD C H L M O
difference /ˈdɪf.ər.əns/ = NOUN: διαφορά, διαφωνία; USER: διαφορά, διαφοράς, διαφορές, διαφορετική, διαφορετική

GT GD C H L M O
difficulties /ˈdifikəltē/ = NOUN: δυσκολία; USER: δυσκολίες, δυσκολιών, δυσχέρειες, τις δυσκολίες, δυσκολίες που

GT GD C H L M O
difficulty /ˈdɪf.ɪ.kəl.ti/ = NOUN: δυσκολία; USER: δυσκολία, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών, δυσχέρεια

GT GD C H L M O
digital /ˈdɪdʒ.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: ψηφιακό, ψηφιακός; USER: ψηφιακό, ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών

GT GD C H L M O
directing /diˈrekt,dī-/ = VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω; USER: κατευθύνοντας, σκηνοθεσία, διεύθυνση, κατευθύνει, κατεύθυνση

GT GD C H L M O
directions /daɪˈrek.ʃən/ = NOUN: κατεύθυνση, διεύθυνση, σκηνοθεσία; USER: οδηγίες, κατευθύνσεις, τις κατευθύνσεις, τις οδηγίες, Οδηγιών

GT GD C H L M O
directly /daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν; USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας

GT GD C H L M O
disabilities /ˌdisəˈbilitē/ = NOUN: αναπηρία, ανικανότητα; USER: αναπηρίες, αναπηρία, ειδικές ανάγκες, δυσκολίες

GT GD C H L M O
discovery /dɪˈskʌv.ər.i/ = NOUN: ανακάλυψη, ανεύρεση, εξεύρεση; USER: ανακάλυψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, αποκάλυψη

GT GD C H L M O
divide /dɪˈvaɪd/ = VERB: διαιρώ, χωρίζω, μοιράζω, διανέμω, διχάζω; NOUN: χώρισμα; USER: διαιρούν, χωρίζουν, διαιρέσει, διαίρεση, διαιρεί

GT GD C H L M O
document /ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο; VERB: τεκμηριώνω; USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που

GT GD C H L M O
doesn /ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει

GT GD C H L M O
doing /ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο; ADJECTIVE: πράττων; USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
don /dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος; USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά

GT GD C H L M O
doors /dɔːr/ = NOUN: πόρτα; USER: πόρτες, θυρών, τις πόρτες, θύρες, οι πόρτες, οι πόρτες

GT GD C H L M O
dosage /ˈdəʊ.sɪdʒ/ = NOUN: δοσολογία, δόση, ποσολογία; USER: δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως

GT GD C H L M O
dynamic /daɪˈnæm.ɪk/ = ADJECTIVE: δυναμικός; USER: δυναμικός, δυναμική, δυναμικά, δυναμικό, δυναμικής

GT GD C H L M O
e /iː/ = NOUN: μι; USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
earthquakes /ˈɜːθ.kweɪk/ = NOUN: σεισμός; USER: σεισμούς, σεισμοί, σεισμών, τους σεισμούς, οι σεισμοί

GT GD C H L M O
easier /ˈiː.zi/ = USER: ευκολότερη, ευκολότερο, ευκολότερα, πιο εύκολο, εύκολο, εύκολο

GT GD C H L M O
easily /ˈiː.zɪ.li/ = ADVERB: εύκολα; USER: εύκολα, εύκολα να, εύκολα την, εύκολη, εύκολα θα, εύκολα θα

GT GD C H L M O
easy /ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος; USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη

GT GD C H L M O
ebooks /ˈēˌbo͝ok/ = USER: ebooks, τα ebooks, Ηλεκτρονικά Βιβλία eBooks, ηλεκτρονικά βιβλία

GT GD C H L M O
economics /ˌiː.kəˈnɒm.ɪks/ = NOUN: οικονομολογία, οικονομολογικά; USER: οικονομία, οικονομικά, οικονομίας, οικονομικών, Economics

GT GD C H L M O
educate /ˈed.jʊ.keɪt/ = VERB: εκπαιδεύω, διδάσκω, μορφώνω; USER: εκπαίδευση, εκπαιδεύσει, την εκπαίδευση, εκπαιδεύουν, να εκπαιδεύσει

GT GD C H L M O
education /ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση; USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
educational /ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: εκπαιδευτικός; USER: εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικό, εκπαιδευτικά, εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικές

GT GD C H L M O
effective /ɪˈfek.tɪv/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, ενεργός, μάχιμος, ισχύων; USER: αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικά, αποτελεσματικές

GT GD C H L M O
efficiency /ɪˈfɪʃənsi/ = NOUN: αποδοτικότητα, ικανότητα, αποδοτικότης, ικανότης, δραστηριότης, δραστηριότητα; USER: αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητα, απόδοση, αποτελεσματικότητας

GT GD C H L M O
efficient /ɪˈfɪʃ.ənt/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, αποδοτικός, ικανός, δραστήριος; USER: αποτελεσματικός, αποδοτικός, αποτελεσματική, αποδοτικό, αποτελεσματικό

GT GD C H L M O
effortlessly /ˈef.ət.ləs/ = USER: αβίαστα, χωρίς κόπο, κόπο, εύκολα, χωρίς προσπάθεια

GT GD C H L M O
elderly /ˈel.dəl.i/ = ADJECTIVE: ηλικιωμένος; USER: ηλικιωμένος, ηλικιωμένους, ηλικιωμένων, ηλικιωμένοι, ηλικιωμένο

GT GD C H L M O
electronic /ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = ADJECTIVE: ηλεκτρονικός; USER: ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
embedded /ɪmˈbed.ɪd/ = VERB: ενθέτω, χώνω μέσα; USER: ενσωματωμένο, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένη, ενσωματωμένων

GT GD C H L M O
emergency /iˈmərjənsē/ = NOUN: επείγον, επείγουσα ανάγκη, επείγο, κρίσιμη κατάσταση, ενδεχόμενο, αιφνίδια περίπτωση; USER: επείγον, έκτακτης ανάγκης, επείγουσα, ανάγκης, επείγουσας

GT GD C H L M O
emotions /ɪˈməʊ.ʃən/ = NOUN: συγκίνηση; USER: συναισθήματα, συγκινήσεις, συναισθημάτων, τα συναισθήματα, συναισθήματά

GT GD C H L M O
employees /ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος; USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους

GT GD C H L M O
enable /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε

GT GD C H L M O
enabled /ɪˈneɪ.bl̩d/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιημένη, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, επέτρεψε, δυνατότητα

GT GD C H L M O
enables /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: επιτρέπει, δίνει τη δυνατότητα, επιτρέπει την, δυνατότητα, δίνει

GT GD C H L M O
enabling /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: επιτρέποντας, επιτρέπει, που επιτρέπει, επιτρέπουν, δυνατότητα

GT GD C H L M O
end /end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε; VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό

GT GD C H L M O
energy /ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα; USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας

GT GD C H L M O
engage /ɪnˈɡeɪdʒ/ = VERB: προσυμφωνώ, μισθώνω, ενασχολώ, ενασχολούμαι, συμπλέκομαι, αρραβωνιάζω; USER: ασκούν, εμπλακούν, συμμετάσχουν, συμμετέχουν, ασχολούνται

GT GD C H L M O
engaging /ɪnˈɡeɪ.dʒɪŋ/ = ADJECTIVE: ελκυστικός, συμπαθητικός, ευχάριστος; USER: συμμετοχή, εμπλοκής, εμπλοκή, τη συμμετοχή, ασκούν

GT GD C H L M O
enhanced /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενισχυμένη, ενισχυμένης, αυξημένη, ενισχυμένο, βελτιωμένη

GT GD C H L M O
enhances /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενισχύει, βελτιώνει, ενισχύει την, αυξάνει, βελτιώνει την

GT GD C H L M O
ensure /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι; USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει

GT GD C H L M O
enter /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε

GT GD C H L M O
enterprises /ˈen.tə.praɪz/ = NOUN: επιχείρηση; USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, οι επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
entertainment /ˌentərˈtānmənt/ = NOUN: ψυχαγωγία, διασκέδαση; USER: ψυχαγωγία, διασκέδαση, ψυχαγωγίας, Entertainment, διασκέδασης, διασκέδασης

GT GD C H L M O
entire /ɪnˈtaɪər/ = ADJECTIVE: ολόκληρος; USER: ολόκληρος, ολόκληρο, ολόκληρο το, ολόκληρη, σύνολο

GT GD C H L M O
environmental /enˌvīrənˈmen(t)l,-ˌvī(ə)rn-/ = USER: περιβάλλοντος, περιβαλλοντικών, περιβαλλοντικής, περιβαλλοντικές, περιβαλλοντική

GT GD C H L M O
equal /ˈiː.kwəl/ = ADJECTIVE: ίσος; VERB: ισοφαρίζω, ισώνω, ισούμαι, είμαι ίσον; USER: ίσος, ίση, ίσης, ίσο, ίσες

GT GD C H L M O
equipment /ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός; USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές

GT GD C H L M O
equipped /ɪˈkwɪpt/ = VERB: εφοδιάζω, εξοπλίζω; USER: εξοπλισμένα, εξοπλισμένο, εξοπλισμένη, εξοπλισμένες, είναι εξοπλισμένα

GT GD C H L M O
errors /ˈer.ər/ = NOUN: σφάλμα, λάθος, πλάνη, παρόραμα; USER: σφάλματα, λάθη, σφαλμάτων, τα λάθη, τα σφάλματα

GT GD C H L M O
essential /ɪˈsen.ʃəl/ = ADJECTIVE: ουσιώδης; USER: ουσιώδης, βασικές, απαραίτητη, απαραίτητο, ουσιωδών, ουσιωδών

GT GD C H L M O
etc /ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά; USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
events /ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν; USER: εκδηλώσεις, γεγονότα, τα γεγονότα, εκδηλώσεων, συμβάντα, συμβάντα

GT GD C H L M O
every /ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος; USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά

GT GD C H L M O
everyday /ˈev.ri.deɪ/ = ADJECTIVE: καθημερινός; USER: καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές

GT GD C H L M O
everything /ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί; USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό

GT GD C H L M O
examples /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα

GT GD C H L M O
exams /ɪɡˈzæm/ = NOUN: εξέταση, διαγώνισμα, ανάκριση; USER: Εξετάσεις, εξετάσεων, τις εξετάσεις, Exams, Οι εξετάσεις, Οι εξετάσεις

GT GD C H L M O
excellent /ˈek.səl.ənt/ = ADJECTIVE: έξοχος; USER: άριστη, excellent, εξαιρετική, εξαιρετικό, εξαιρετικές

GT GD C H L M O
exercise /ˈek.sə.saɪz/ = NOUN: άσκηση, γυμναστική; VERB: γυμνάζομαι, ασκώ, εξασκώ, γυμνάζω; USER: άσκηση, ασκεί, ασκούν, ασκήσει, ασκήσουν, ασκήσουν

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
express /ɪkˈspres/ = NOUN: εξπρές, ταχεία μεταφορά; ADJECTIVE: ρητός, ταχύς; VERB: εκφράζω, εκφέρω; USER: εξπρές, Express, ρητή, Γρήγορο, εκφράζουν

GT GD C H L M O
expressive /ɪkˈspres.ɪv/ = ADJECTIVE: εκφραστικός; USER: εκφραστικός, εκφραστική, εκφραστικό, εκφραστικά, εκφραστικές

GT GD C H L M O
extra /ˈek.strə/ = ADVERB: επιπλέον, περιπλέον; ADJECTIVE: πρόσθετος, έκτακτος; USER: επιπλέον, έξτρα, πρόσθετη, εκτός, πρόσθετο

GT GD C H L M O
extreme /ɪkˈstriːm/ = ADJECTIVE: ακραίος, άκρο, άκρος, έσχατος; USER: άκρο, ακραίος, ακραίες, ακραία, ακραίων

GT GD C H L M O
faced /-feɪst/ = VERB: αντικρύζω, ατενίζω; USER: που αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζει, αντιμετώπισε, αντιμέτωποι

GT GD C H L M O
facial /ˈfeɪ.ʃəl/ = ADJECTIVE: προσώπου; NOUN: μασάζ; USER: προσώπου, του προσώπου, πρόσωπο

GT GD C H L M O
facility /fəˈsɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευκολία, ευχέρεια, βολικότητα; USER: ευκολία, εγκατάσταση, διευκόλυνση, εγκατάστασης, διευκόλυνσης

GT GD C H L M O
faster /fɑːst/ = USER: γρηγορότερα, ταχύτερη, ταχύτερα, πιο γρήγορα, γρήγορα

GT GD C H L M O
favourite /ˈfeɪ.vər.ɪt/ = ADJECTIVE: ευνοούμενος, ευνοούμενος; NOUN: φαβόρι, φαβόρι, φαβόρι, φαβόρι; USER: αγαπημένα, αγαπημένο, αγαπημένη, αγαπημένες, το αγαπημένο

GT GD C H L M O
features /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες

GT GD C H L M O
feedback /ˈfiːd.bæk/ = NOUN: ανατροφοδότηση, ανάδραση, αναπληροφόρηση; USER: ανατροφοδότηση, ανάδραση, γνώμη, Η γνώμη, μετράει

GT GD C H L M O
feeds /fiːd/ = NOUN: τροφή, ταγή; VERB: ταΐζω, τρέφω, τρέφομαι, τροφοδοτώ; USER: feeds, τροφές, ζωοτροφές, τροφοδοσίες, Αρχεία ροής

GT GD C H L M O
field /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο

GT GD C H L M O
files /faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος; USER: αρχεία, αρχείων, τα αρχεία, φακέλων, αρχεία που

GT GD C H L M O
filled /-fɪld/ = VERB: γεμίζω, συμπληρώ, πληρώ; USER: γεμίζουν, γεμάτο, πληρωθεί, συμπληρωθεί, γεμάτη

GT GD C H L M O
finals /ˈfaɪ.nəl/ = NOUN: τελικές εξετάσεις; USER: τελικούς, τελικού, τελικοί, τελικό, τελικά, τελικά

GT GD C H L M O
finance /ˈfaɪ.næns/ = NOUN: οικονομικά, οικονομολογία; VERB: χρηματοδοτώ; USER: χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτούν, χρηματοδοτήσουν, χρηματοδοτήσει

GT GD C H L M O
finances /ˈfaɪ.næns/ = NOUN: οικονομικά; USER: οικονομικά, οικονομικών, χρηματοδοτεί, τα οικονομικά, των οικονομικών

GT GD C H L M O
fit /fɪt/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, ικανός, υγιής, φορμαρισμένος, παροξυσμός; VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω; NOUN: σπασμός, παροξυσμός; USER: κατάλληλος, ικανός, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει

GT GD C H L M O
fluency /ˈfluː.ənt/ = NOUN: ευχέρεια, ευφράδεια, εύροια; USER: ευχέρεια, ευφράδεια, άνεση, ευχέρεια λόγου, ευχέρειας

GT GD C H L M O
fly /flaɪ/ = NOUN: μύγα; VERB: πετώ, ταξιδεύω, ίπταμαι, φεύγω; USER: μύγα, πετούν, πετάξει, φέρουν, πετάξετε

GT GD C H L M O
focus /ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία; VERB: συγκεντρώ, ρυθμίζω, συγκεντρώνω; USER: εστίαση, επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, εστιάζονται

GT GD C H L M O
follow /ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι; USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε

GT GD C H L M O
foot /fʊt/ = NOUN: πόδι, πρόποδες, βάση, πους, άκρο; VERB: αθροίζω, πατώ, πεζοπορώ, αθροίζω και σημειώνω; USER: πόδι, πρόποδες, πόδια, τα πόδια, ποδιών, ποδιών

GT GD C H L M O
footprint /ˈfʊt.prɪnt/ = NOUN: ίχνος, πατημασιά, αχνάρι; USER: ίχνος, αποτύπωμα, αποτυπώματος, το αποτύπωμα, ίχνους

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forecasts /ˈfɔː.kɑːst/ = NOUN: πρόγνωση, πρόβλεψη, παραγγελία, προαγγελία; VERB: προβλέπω, προσχεδιάζω; USER: προβλέψεις, προγνώσεις, τις προβλέψεις, προβλέψεων, προβλέψεις των

GT GD C H L M O
foreign /ˈfɒr.ən/ = ADJECTIVE: αλλοδαπός, ξένος, μέτοικος; USER: ξένος, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, εξωτερικού, εξωτερικού

GT GD C H L M O
format /ˈfɔː.mæt/ = NOUN: σχήμα και διάταξις βιβλίου; USER: format, μορφή, φορμά, μορφής, μορφότυπο

GT GD C H L M O
formats /ˈfɔː.mæt/ = NOUN: σχήμα και διάταξις βιβλίου; USER: μορφές, φορμά, σχήματα, μορφών, μορφή

GT GD C H L M O
free /friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα; ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος; VERB: ελευθερώνω; USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς

GT GD C H L M O
friendly /ˈfrend.li/ = ADJECTIVE: φιλικός; USER: φιλικός, φιλικό, παιδιά, φιλική, φιλικό προς

GT GD C H L M O
friends /frend/ = NOUN: φίλος, φίλη; USER: φίλους, φίλοι, τους φίλους, φίλων, παγκοσμίως, παγκοσμίως

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
fruition /fruːˈɪʃ.ən/ = NOUN: καρποφορία, πραγματοποίηση; USER: καρποφορία, πραγματοποίηση, αποδώσει καρπούς, καρπούς, καρποφορήσουν

GT GD C H L M O
fully /ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα; USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως

GT GD C H L M O
fun /fʌn/ = NOUN: διασκέδαση, κέφι, αστείο; USER: διασκέδαση, διασκεδαστικό, τη διασκέδαση, διασκέδασης, διασκεδάσουν, διασκεδάσουν

GT GD C H L M O
functionality /ˌfʌŋk.ʃənˈæl.ə.ti/ = USER: λειτουργικότητα, λειτουργικότητας, λειτουργία, λειτουργίες, τη λειτουργικότητα

GT GD C H L M O
game /ɡeɪm/ = NOUN: παιχνίδι, άθλημα, αγών, κυνήγιο, παιγνίδιο, αγρίμι; VERB: παίζω; ADJECTIVE: πρόθυμος; USER: παιχνίδι, παιχνιδιού, το παιχνίδι, παιχνιδιών, αγώνα

GT GD C H L M O
gamers /ˈgeɪmə/ = USER: gamers, παίκτες, οι παίκτες, τους παίκτες, τους gamers,

GT GD C H L M O
games /ɡeɪm/ = NOUN: παιχνίδι, άθλημα, αγών, κυνήγιο, παιγνίδιο, αγρίμι; VERB: παίζω; USER: παιχνίδια, games, Αγώνες, τα παιχνίδια, παιχνιδιών

GT GD C H L M O
gaming /ˈɡeɪ.mɪŋ/ = VERB: παίζω; USER: gaming, τυχερών παιχνιδιών, παιχνίδια, παιχνιδιών, τυχερού παιχνιδιού

GT GD C H L M O
generate /ˈdʒen.ər.eɪt/ = VERB: παράγω, γεννώ; USER: παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, δημιουργία, παράγει

GT GD C H L M O
generated /ˈjenəˌrāt/ = VERB: παράγω, γεννώ; USER: παράγεται, δημιουργούνται, δημιουργείται, παράγονται, που παράγεται

GT GD C H L M O
generation /ˌdʒen.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, γενεά, γέννηση; USER: παραγωγή, γενεά, γενιά, γενιάς, παραγωγής

GT GD C H L M O
generations /ˌdʒen.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, γενεά, γέννηση; USER: γενεών, γενιές, γενεές, των γενεών

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
give /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν

GT GD C H L M O
gives /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: δίνει, δίδει, παρέχει, εκδίδει, σας δίνει

GT GD C H L M O
giving /ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς

GT GD C H L M O
globe /ɡləʊb/ = NOUN: σφαίρα, υδρόγειος, υδρόγειος σφαίρα, υφήλιος, γλόμπος; USER: σφαίρα, κόσμο, υδρόγειο, πλανήτη, υφήλιο

GT GD C H L M O
glucose /ˈɡluː.kəʊs/ = NOUN: γλυκόζη, ζάκχαρον εκ σταφύλων, σταφυλοζάκχαρο; USER: γλυκόζη, γλυκόζης, της γλυκόζης, γλυκόζης στο, γλυκόζης του

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
government /ˈɡʌv.ən.mənt/ = NOUN: κυβέρνηση; USER: κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, την κυβέρνηση, κυβερνητικές

GT GD C H L M O
gps /ˌdʒiː.piːˈes/ = USER: gps, ΠΣΤ, το GPS

GT GD C H L M O
grant /ɡrɑːnt/ = NOUN: χορήγηση, παραχώρηση, δωρεά; VERB: δίνω, παρέχω, παραχωρώ, χαρίζω; USER: χορηγεί, χορηγήσουν, χορηγούν, χορήγηση, χορηγήσει

GT GD C H L M O
graphic /ˈɡræf.ɪk/ = ADJECTIVE: γραφικός, παραστατικός; USER: γραφικός, γραφικό, γραφικών, γραφικά, οθόνης

GT GD C H L M O
greater /ˈɡreɪ.tər/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερης, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος

GT GD C H L M O
guests /ɡest/ = NOUN: επισκέπτης, φιλοξενούμενος, προσκεκλημένος, καλεσμένος, προσκαλεσμένος, ξενιζόμενος, μουσαφίρης; USER: επισκέπτες, πελάτες, οι επισκέπτες, οι πελάτες, τους επισκέπτες

GT GD C H L M O
guidance /ˈɡaɪ.dəns/ = NOUN: οδηγία, χειραγώγηση; USER: οδηγία, καθοδήγηση, καθοδήγησης, οδηγίες, προσανατολισμού

GT GD C H L M O
guide /ɡaɪd/ = NOUN: οδηγός, ξεναγός; VERB: οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω; USER: καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδηγεί, καθοδηγήσουν, καθοδήγηση, καθοδήγηση

GT GD C H L M O
guides /ɡaɪd/ = NOUN: οδηγός, ξεναγός; USER: οδηγοί, οδηγών, οδηγούς, οι οδηγοί, καθοδηγεί

GT GD C H L M O
gym /dʒɪm/ = NOUN: γυμναστήριο, γυμνάσιο; USER: γυμναστήριο, γυμναστηρίου, γυμναστικής, γυμναστική

GT GD C H L M O
handle /ˈhæn.dəl/ = NOUN: λαβή, χερούλι, μανίκι; VERB: χειρίζομαι; USER: λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, να χειριστεί

GT GD C H L M O
hands /ˌhænd.ˈzɒn/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου; VERB: θίγω, εγχειρίζω; USER: τα χέρια, χέρια, χεριών, hands, στα χέρια

GT GD C H L M O
happen /ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω; USER: συμβεί, να συμβεί, συμβαίνουν, συμβούν, τυχαίνει

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
having /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με

GT GD C H L M O
hazards /ˈhæz.əd/ = NOUN: κίνδυνος, κύνδινος; VERB: διακινδυνεύω; USER: κινδύνους, κίνδυνοι, κινδύνων, τους κινδύνους, κίνδυνοι που

GT GD C H L M O
health /helθ/ = NOUN: υγεία; ADJECTIVE: υγειονομικός; USER: υγεία, υγείας, την υγεία, της υγείας, για την υγεία, για την υγεία

GT GD C H L M O
healthcare /ˈhelθ.keər/ = USER: υγειονομική περίθαλψη, υγειονομικής περίθαλψης, της υγειονομικής περίθαλψης, υγείας, υγειονομικής

GT GD C H L M O
healthier /ˈhel.θi/ = USER: υγιέστερο, υγιεινό, υγιεινά, υγιείς, υγιή

GT GD C H L M O
hear /hɪər/ = VERB: ακούω, μανθάνω; USER: ακούω, ακούσετε, ακούσει, ακούσω, ακούσουν, ακούσουν

GT GD C H L M O
heart /hɑːt/ = NOUN: καρδιά, θάρρος; USER: καρδιά, καρδιάς, καρδιακή, κέντρο, την καρδιά

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
helping /ˈhel.pɪŋ/ = NOUN: βοήθεια, μερίδα φαγητού, μερίδα, μερίς φαγητού; USER: βοήθεια, βοηθώντας, βοηθήσει, βοηθά, βοηθούν

GT GD C H L M O
helps /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοηθά, συμβάλλει, βοηθάει, βοηθά στην, σας βοηθά, σας βοηθά

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
highest /hī/ = ADJECTIVE: ύψιστος; USER: υψηλότερη, υψηλότερο, υψηλότερα, υψηλότερες, μεγαλύτερη, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
highly /ˈhaɪ.li/ = ADVERB: υψηλά, υψηλώς, μεγαλόπρεπα; USER: υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής

GT GD C H L M O
hints /hɪnt/ = NOUN: υπαινιγμός, υπονοούμενα, νύξις; USER: Συμβουλές, υποδείξεις, υπαινιγμούς, υπαινιγμοί, νότες

GT GD C H L M O
hires /haɪər/ = NOUN: ενοικίαση, μίσθωση, εκμίσθωση, απασχόληση, νοίκιασμα, μισθός; USER: προσλαμβάνει, μισθώνει, ενοικιάζει, προσλήψεις, εκμισθώνει

GT GD C H L M O
hiring /ˈhaɪə.rɪŋ/ = VERB: προσλαμβάνω, ενοικιάζω, μισθώνω, νοικιάζω, προσλαμβάνομαι για εργασία, εκμισθώνω; USER: μίσθωση, πρόσληψη, την πρόσληψη, πρόσληψης, η μίσθωση

GT GD C H L M O
history /ˈhɪs.tər.i/ = NOUN: ιστορία; USER: ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού, ιστορικού

GT GD C H L M O
home /həʊm/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος; USER: σπίτι, αρχική σελίδα, στο σπίτι, αρχική, σπιτιού, σπιτιού

GT GD C H L M O
hour /aʊər/ = NOUN: ώρα; USER: ώρα, ώρες, ωρών, ώρας, ωρη, ωρη

GT GD C H L M O
house /haʊs/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος, βουλή; VERB: στεγάζω, εστιώ; USER: σπίτι, κατοικία, οικία, σπιτιού, το σπίτι, το σπίτι

GT GD C H L M O
household /ˈhousˌ(h)ōld/ = NOUN: νοικοκυριό, οικογένεια, σπιτικό, οικοκυριό; ADJECTIVE: οικιακός; USER: νοικοκυριό, νοικοκυριών, των νοικοκυριών, νοικοκυριού, οικιακών

GT GD C H L M O
hover /ˈhɒv.ər/ = VERB: φτερουγίζω, πλανιέμαι, περιίπταμαι, επικρέμαμαι; USER: φτερουγίζω, πλανιέμαι, αιωρούνται, αιωρείται, περάστε

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
humanoid /ˈ(h)yo͞oməˌnoid/ = ADJECTIVE: ανθρωποειδής; USER: ανθρωποειδής, ανθρωποειδές, ανθρωποειδών, humanoid, ανθρωποειδή,

GT GD C H L M O
humans /ˈhjuː.mən/ = USER: τον άνθρωπο, ανθρώπους, άνθρωπο, άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
hydrated = USER: ενυδατωμένο, ενυδατώνεται, ενυδατώνονται, ενυδατωθεί, ενυδατωμένη,

GT GD C H L M O
ics /physics/ = USER: ics, ΙΠ, Διευρυμένη, ΣΕΕ, το ICS,

GT GD C H L M O
ideas /aɪˈdɪə/ = NOUN: ιδέα; USER: ιδέες, ιδεών, τις ιδέες, ιδέες για, οι ιδέες

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
illiteracy /ɪˈlɪt.ər.ət/ = NOUN: αναλφαβητισμός, αγραμματοσύνη; USER: αναλφαβητισμός, αναλφαβητισμού, αναλφαβητισμό, ο αναλφαβητισμός, του αναλφαβητισμού

GT GD C H L M O
immediately /ɪˈmiː.di.ət.li/ = ADVERB: αμέσως, άμεσα; USER: αμέσως, άμεσα, άμεση, πάραυτα, πάραυτα

GT GD C H L M O
immerse /ɪˈmɜːs/ = VERB: εμβυθίζω, εμβάπτω, βυθίζω, βουτώ; USER: βυθίζετε, βυθίστε, βυθίσετε, βυθίζεται, βυθίζετε το

GT GD C H L M O
impact /imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση; VERB: προσκρούω, εμπήγω; USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο

GT GD C H L M O
impacting /ɪmˈpækt/ = VERB: προσκρούω, εμπήγω; USER: επηρεάζοντας, επηρεάζουν, που επηρεάζουν, επιπτώσεις, αντίκτυπο

GT GD C H L M O
impaired /ɪmˈpeər/ = VERB: χειροτερεύω, καταστρέφω; USER: απομειωθεί, απομείωση, μειωμένη, απομειωμένα, διαταραχή

GT GD C H L M O
impairments /ˌimˈpermənt/ = NOUN: βλάβη, χειροτέρευση, ελάττωση; USER: απομειώσεις, βλάβες, απομειώσεων, διαταραχές, όρασης,

GT GD C H L M O
important /ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
increase /ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση; VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω; USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν

GT GD C H L M O
increases /ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση; USER: αυξήσεις, οι αυξήσεις, αυξάνει, αυξάνεται, αύξηση

GT GD C H L M O
increasingly /ɪnˈkriː.sɪŋ.li/ = ADVERB: όλο και περισσότερο; USER: όλο και περισσότερο, όλο, όλο και, ολοένα, ολοένα και, ολοένα και

GT GD C H L M O
individual /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός; USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική

GT GD C H L M O
individuals /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; USER: άτομα, ιδιώτες, τα άτομα, πρόσωπα, ατόμων

GT GD C H L M O
induction /ɪnˈdʌk.ʃən/ = NOUN: επαγωγή, συμπέρασμα, εγκαθίδρυση, στρατολόγηση; USER: επαγωγή, επαγωγής, πρόκληση, εισαγωγής, διέγερση

GT GD C H L M O
industrial /ɪnˈdʌs.tri.əl/ = ADJECTIVE: βιομηχανικός; USER: βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικής, βιομηχανικών, βιομηχανικές

GT GD C H L M O
info /ˈɪn.fəʊ/ = USER: info, πληροφορίες, Στοιχεία, info για, επικοινωνίας

GT GD C H L M O
inform /ɪnˈfɔːm/ = VERB: πληροφορώ, ενημερώνω, ειδοποιώ; USER: ενημερώνουν, ενημερώνει, ενημερώσουν, πληροφορεί, ενημερώσει

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
informed /ɪnˈfɔːmd/ = ADJECTIVE: προειδοποίητος; USER: ενημερωμένοι, ενημερωθείτε, ενημέρωσε, ενημερώνονται, ενημερώνεται

GT GD C H L M O
instantly /ˈɪn.stənt.li/ = ADVERB: στη στιγμή, πάραυτα, εις την στιγμή; USER: στη στιγμή, αμέσως, άμεσα, άμεση, στιγμιαία

GT GD C H L M O
instructions /ɪnˈstrʌk.ʃən/ = NOUN: οδηγίες; USER: οδηγίες, τις οδηγίες, οδηγιών, οδηγίες που, οδηγίες για

GT GD C H L M O
integrated /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος; USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
interact /ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία; USER: αλληλεπιδρούν, αλληλεπιδράσουν, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδράσει, αλληλεπιδρά

GT GD C H L M O
interaction /ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση; USER: αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, διάδραση, αλληλεπιδράσεων

GT GD C H L M O
interactive /ˌintərˈaktiv/ = ADJECTIVE: αλληλεπιδραστικός; USER: διαδραστικό, διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικών, διαδραστικών

GT GD C H L M O
interconnected /ˌintərkəˈnekt/ = VERB: αλληλοσυνδέω; USER: διασυνδεδεμένο, διασυνδεδεμένα, διασυνδέονται, διασυνδεδεμένων, διασύνδεσης

GT GD C H L M O
interest /ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο; VERB: ενδιαφέρω; USER: τόκος, ενδιαφέροντος, ενδιαφέρον, συμφέρον, συμφέροντος

GT GD C H L M O
interests /ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο; VERB: ενδιαφέρω; USER: συμφέροντα, συμφερόντων, τα συμφέροντα, συμφέροντά, συμφέρον

GT GD C H L M O
interface /ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
introduce /ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ; USER: εισαγάγει, εισάγουν, εισαγάγουν, εισαγωγή, εισάγει

GT GD C H L M O
intuitive /ɪnˈtjuː.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ενστικτώδης, προαισθηματικός; USER: διαισθητική, διαισθητικό, διαισθητικές, έξυπνο, διαισθητικά

GT GD C H L M O
inventory /ˈɪn.vən.tər.i/ = NOUN: καταγραφή εμπορευμάτων, απογραφή εμπορευμάτων; USER: απογραφή, απογραφής, απόθεμα, αποθέματος, αποθεμάτων

GT GD C H L M O
investments /ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία; USER: επενδύσεις, επενδύσεων, τις επενδύσεις, οι επενδύσεις, των επενδύσεων

GT GD C H L M O
involve /ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω; USER: συνεπάγονται, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, συμμετοχή, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνουν

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
ivr

GT GD C H L M O
keep /kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί; VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε

GT GD C H L M O
keeping /ˈkiː.pɪŋ/ = NOUN: τήρηση, φύλαξη, συντήρηση, αρμονία, διατίρηση; USER: τήρηση, φύλαξη, διατήρηση, διατηρώντας, κρατώντας

GT GD C H L M O
key /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό

GT GD C H L M O
kids /kɪd/ = NOUN: μικρόκοσμος; USER: παιδιά, τα παιδιά, kids, για παιδιά, Παιδικά

GT GD C H L M O
kiosks /ˈkiː.ɒsk/ = NOUN: περίπτερο, κιόσκι; USER: περίπτερα, κιόσκια, περιπτέρων, περίπτερα Περίπτερα, περίπτερα Περίπτερα σε

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
knowledge /ˈnɒl.ɪdʒ/ = NOUN: γνώση, γνώσεις; USER: γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης

GT GD C H L M O
label /ˈleɪ.bəl/ = NOUN: επιγραφή, μάρκα, επίγραμμα, τικέτα; VERB: επιγράφω, σημειώ, σημειώνω; USER: επιγραφή, ετικέτα, σήμα, ετικέτας, σήματος

GT GD C H L M O
landmark /ˈlænd.mɑːk/ = NOUN: ορόσημο, διακριτικό σημείο; USER: ορόσημο, ενδιαφέρον σημείο, σε ενδιαφέρον σημείο, αξιοθέατο, σημείο ενδιαφέροντος

GT GD C H L M O
language /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές

GT GD C H L M O
languages /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της

GT GD C H L M O
large /lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο; ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς; USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα

GT GD C H L M O
last /lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος; NOUN: καλαπόδι; VERB: διαρκώ; USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο

GT GD C H L M O
latest /ˈleɪ.tɪst/ = NOUN: αργότερο; ADJECTIVE: τελευταίος, νεώτατος; USER: αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίο

GT GD C H L M O
learner /ˈlɜː.nər/ = NOUN: μαθητής; ADJECTIVE: μαθητευόμενος; USER: μαθητής, μαθητευόμενος, μαθητή, εκπαιδευόμενος, εκπαιδευόμενο

GT GD C H L M O
learners /ˈlɜː.nər/ = NOUN: μαθητής; USER: εκπαιδευόμενους, μαθητές, εκπαιδευομένων, εκπαιδευόμενοι, εκπαιδευόμενων

GT GD C H L M O
learning /ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost; USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές

GT GD C H L M O
leave /liːv/ = NOUN: άδεια; VERB: φύγω, αφήνω, φεύγω, αναχωρώ; USER: άδεια, φύγω, άφησε, αφήσει, αφήνουν

GT GD C H L M O
less /les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα; ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων; USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
level /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο

GT GD C H L M O
levels /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων

GT GD C H L M O
leverage /ˈliː.vər.ɪdʒ/ = NOUN: μόχλευση, δύναμη του μοχλού; USER: μόχλευση, μόχλευσης, επιρροή, δύναμη, μοχλός

GT GD C H L M O
leveraging /ˈliː.vər.ɪdʒ/ = USER: μόχλευση, μόχλευσης, αξιοποιώντας, τη μόχλευση, μόχλευση των

GT GD C H L M O
lexicon /ˈlek.sɪ.kən/ = NOUN: λεξικό; USER: λεξικό, Lexicon, Εγκυκλοπαίδεια, λεξιλόγιο, λεξικού

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
lifelike /ˈlaɪf.laɪk/ = ADJECTIVE: όμοιος με ζωντανό; USER: όμοιος με ζωντανό, ζωντανές, ζωντανά, ζωντανή, ζωντανό

GT GD C H L M O
lifestyle /ˈlaɪf.staɪl/ = USER: τον τρόπο ζωής, lifestyle, τρόπου ζωής, τρόπο ζωής, τρόπος ζωής

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
listen /ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε

GT GD C H L M O
listening /ˈlisən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: ακούτε, ακούγοντας, ακρόασης, ακρόαση, ακούει, ακούει

GT GD C H L M O
literacy /ˈlɪt.ər.ə.si/ = NOUN: γνώση γραφής, γνώση ανάγνωσης; USER: γραμματισμού, αλφαβητισμού, παιδεία, παιδείας, γραμματισμό

GT GD C H L M O
little /ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς; ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος; USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα

GT GD C H L M O
lives /laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει

GT GD C H L M O
loaded /ˈləʊ.dɪd/ = ADJECTIVE: φορτωμένος, γεμάτος; USER: φορτωμένος, φορτωμένο, φορτώνονται, φορτωθεί, φορτώνεται

GT GD C H L M O
local /ˈləʊ.kəl/ = ADJECTIVE: τοπικός; USER: τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική

GT GD C H L M O
located /ləʊˈkeɪt/ = VERB: εντοπίζω, τοποθετώ, ευρίσκω, εγκαθίσταμαι; USER: βρίσκεται, που βρίσκεται, βρίσκονται, που βρίσκονται, τοποθεσία

GT GD C H L M O
location /ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση; USER: τοποθεσία, θέση, τοποθεσιών, τοποθεσίας, των τοποθεσιών

GT GD C H L M O
locations /ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση; USER: θέσεις, τοποθεσίες, περιοχές, σημεία

GT GD C H L M O
lock /lɒk/ = NOUN: κλειδαριά, υδροφράκτης, υδροφράχτης; VERB: κλειδώνω; USER: κλειδαριά, κλειδώνω, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλείδωμα

GT GD C H L M O
locks /lɒk/ = NOUN: κλειδαριά, υδροφράκτης, υδροφράχτης; VERB: κλειδώνω; USER: κλειδαριές, κλειδαριών, κλειδώνει, κλειδαριές στις, κλειδώματα

GT GD C H L M O
lonely /ˈləʊn.li/ = ADJECTIVE: μοναχικός, μονήρης; USER: μοναχικός, μοναχικό, μοναχική, μόνος, μοναξιά

GT GD C H L M O
long /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος; VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ; ADVERB: επί μάκρον; USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη

GT GD C H L M O
longer /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύτερα, μακρότερος; ADVERB: περισσότερα, μακρότερα; USER: πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, πια, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
loud /laʊd/ = ADJECTIVE: μεγαλόφωνος, στεντόρειος, τρανταχτός; USER: δυνατά, loud, δυνατό, δυνατός, δυνατή

GT GD C H L M O
love /lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως; VERB: αγαπώ, έρωμαι; USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε

GT GD C H L M O
low /ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος; VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω; USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού

GT GD C H L M O
machine /məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή; USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων

GT GD C H L M O
machinery /məˈʃiː.nə.ri/ = NOUN: μηχανήματα, μηχανισμός, μηχανικός εξοπλισμός; USER: μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανές, μηχανών, οχημάτων

GT GD C H L M O
machines /məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή; USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων

GT GD C H L M O
magazines /ˌmæɡ.əˈziːn/ = NOUN: περιοδικό; USER: περιοδικά, περιοδικών, τα περιοδικά

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
makes /meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή; VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά

GT GD C H L M O
making /ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση; USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας

GT GD C H L M O
malls /mɔːl/ = NOUN: εμπορικό κέντρο, εμπορικός πεζόδρομος, δεντροστοιχία, δημόσιος περίπατος; USER: εμπορικά κέντρα, εμπορικά, κέντρα, τα εμπορικά, λεωφόρους

GT GD C H L M O
manage /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχείριση, διαχειρίζονται, διαχειριστείτε, τη διαχείριση, διαχειρίζεται

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
managers /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διαχειριστές, διευθυντικά στελέχη, διευθυντές, οι διαχειριστές, στελέχη

GT GD C H L M O
managing /ˈmanij/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των

GT GD C H L M O
mandatory /ˈmæn.də.tər.i/ = ADJECTIVE: επιτακτικός, προστακτικός; USER: υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής

GT GD C H L M O
manual /ˈmæn.ju.əl/ = NOUN: εγχειρίδιο; ADJECTIVE: χειρωνακτικός, των χειρών, χειροποίητος; USER: εγχειρίδιο, χρήσης, οδηγίες, χειροκίνητα, εγχειριδίου

GT GD C H L M O
manufacturing /ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: βιομηχανοποίηση; USER: παραγωγής, κατασκευή, κατασκευής, παρασκευής, την κατασκευή

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
marketing /ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών; USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία

GT GD C H L M O
materials /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών

GT GD C H L M O
maths /ˌmæθˈmæt.ɪks/ = USER: μαθηματικά, τα μαθηματικά, μαθηματικών, έναν απλό μαθηματικό, απλό μαθηματικό

GT GD C H L M O
maximum /ˈmæk.sɪ.məm/ = NOUN: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, ανώτατος όρος; ADJECTIVE: ανώτατος; USER: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, μέγιστη, μέγιστο, μέγιστης

GT GD C H L M O
means /miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο; USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι

GT GD C H L M O
measure /ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά; VERB: μετρώ, καταμετρώ; USER: μέτρο, μέτρα, μέτρηση, τη μέτρηση, μετρηθεί

GT GD C H L M O
media /ˈmiː.di.ə/ = NOUN: μέσα ενημέρωσης; USER: μέσα ενημέρωσης, μέσα, μέσων, μέσων ενημέρωσης, media

GT GD C H L M O
medical /ˈmed.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ιατρικός, υγειονομικός; USER: ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικών, ιατρικής

GT GD C H L M O
medication /ˌmed.ɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: φάρμακο, θεραπεία; USER: φάρμακο, φαρμακευτική αγωγή, φάρμακα, φαρμάκων, φαρμάκου

GT GD C H L M O
memory /ˈmem.ər.i/ = NOUN: μνήμη, ανάμνηση, μνημονικό, θύμηση; USER: μνήμη, ανάμνηση, μνήμης, τη μνήμη, μνήμη του

GT GD C H L M O
mention /ˈmen.ʃən/ = VERB: αναφέρω, μνημονεύω; NOUN: μνεία, μνημόνευση; USER: αναφέρω, μνεία, αναφέρουμε, αναφέρει, αναφέρουν

GT GD C H L M O
messages /ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία; USER: μηνύματα, μηνυμάτων, τα μηνύματα, μηνύματα που, μηνύματά

GT GD C H L M O
messaging /ˌɪn.stənt ˈmes.ɪ.dʒɪŋ/ = USER: μηνυμάτων, μηνύματα, messaging, ανταλλαγής μηνυμάτων, ανταλλαγή μηνυμάτων

GT GD C H L M O
meters /ˈmiː.tər/ = NOUN: μέτρο, μετρητής, όργανο μέτρησης; USER: μέτρα, μέτρων, μ., μετρητές, μακριά

GT GD C H L M O
midterms /ˈmidˌtərm/ = USER: εξετάσεις προόδου, ενδιάμεσες εξετάσεις, μέσα του τριμήνου, εξετάσεις προόδου του"

GT GD C H L M O
minute /ˈmɪn.ɪt/ = NOUN: λεπτό; ADJECTIVE: μικροσκοπικός; USER: λεπτό, λεπτά, λεπτά με, λεπτά με τα, λεπτών, λεπτών

GT GD C H L M O
mobile /ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος; USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών

GT GD C H L M O
modalities /mōˈdalədē/ = NOUN: τυπικότης, τυπικότητα; USER: λεπτομέρειες, τρόποι, τρόπους, όρους, ρυθμίσεις,

GT GD C H L M O
modern /ˈmɒd.ən/ = ADJECTIVE: σύγχρονος, μοντέρνος, νέος, νεώτερος; USER: σύγχρονος, μοντέρνος, σύγχρονη, σύγχρονες, μοντέρνα

GT GD C H L M O
modules /ˈmɒd.juːl/ = NOUN: μονάδα μέτρησης; USER: modules, ενότητες, ενοτήτων, μονάδες, μονάδων

GT GD C H L M O
monitor /ˈmɒn.ɪ.tər/ = NOUN: μηνυτής, προειδοποιητής, ελεγκτής εκπομπών, πρωτόσχολος, επιμελητής τάξης; USER: παρακολουθεί, παρακολούθηση, παρακολουθούν, την παρακολούθηση, ελέγχει

GT GD C H L M O
monitoring /ˈmɒn.ɪ.tər/ = USER: παρακολούθηση, παρακολούθησης, την παρακολούθηση, παρακολούθηση της, ελέγχου

GT GD C H L M O
monitors /ˈmɒn.ɪ.tər/ = NOUN: μηνυτής, προειδοποιητής, ελεγκτής εκπομπών, πρωτόσχολος, επιμελητής τάξης; USER: οθόνες, μόνιτορ, παρακολουθεί, οθονών, παρακολούθησης

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
moreover /môrˈōvər/ = ADVERB: εξάλλου, επί πλέον, εκτός τούτου; USER: εξάλλου, επί πλέον, Επιπλέον, άλλωστε

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
motivate /ˈməʊ.tɪ.veɪt/ = VERB: θέτω στην κίνησιν, ενεργώ ως ελατήριο, ωθώ, κινώ; USER: παρακινήσει, κίνητρα, παρακινήσουν, να παρακινήσει, παρακινήσει τους

GT GD C H L M O
move /muːv/ = NOUN: κίνηση; VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ; USER: κίνηση, μετακινήσετε, κινηθεί, προχωρήσουμε, κινούνται

GT GD C H L M O
movie /ˈmuː.vi/ = NOUN: ταινία, κινηματογράφος, ταινία κινηματογράφου; USER: ταινία, κινηματογράφος, ταινίας, ταινιών, την ταινία

GT GD C H L M O
movies /ˈmuː.vi/ = NOUN: κινηματογράφος; USER: ταινίες, Κινηματογράφος, ταινιών, κινηματογράφους, Movies

GT GD C H L M O
multifunctional = USER: πολυλειτουργικό, πολυλειτουργική, πολυλειτουργικά, πολυλειτουργικού, πολυλειτουργικής

GT GD C H L M O
multilingual /ˌmʌl.tiˈlɪŋ.ɡwəl/ = ADJECTIVE: πολύγλωσσος; USER: πολύγλωσσος, πολύγλωσσο, πολύγλωσση, πολυγλωσσική, πολυγλωσσικό

GT GD C H L M O
multimedia /ˈməltiˈmēdēə,ˈməltī-/ = USER: πολυμέσων, multimedia, πολυμέσα, πολυμεσικών

GT GD C H L M O
multiple /ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος; NOUN: πολλαπλάσιο; USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά

GT GD C H L M O
museums /mjuːˈziː.əm/ = NOUN: μουσείο; USER: μουσεία, μουσείων, τα μουσεία, Μουσεία για

GT GD C H L M O
narration /nəˈreɪ.ʃən/ = NOUN: αφήγηση, διήγηση; USER: αφήγηση, διήγηση, αφήγησης, αφήγησή, την αφήγηση

GT GD C H L M O
natural /ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος; USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική

GT GD C H L M O
naturally /ˈnætʃ.ər.əl.i/ = ADVERB: φυσικά, απλά; USER: φυσικά, φυσικό, φυσικώς, φυσιολογικά, φυσικό τρόπο, φυσικό τρόπο

GT GD C H L M O
nav /nav/ = USER: nav, ΚΑΕ, πλοήγησης, Καθαρή, ΚΕΑ

GT GD C H L M O
navigation /ˌnæv.ɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: πλοήγηση, ναυτιλία, ναυσιπλοία, θαλασσοπορία, θαλασσοπλοία, κυβέρνηση σκάφους; USER: πλοήγηση, πλοήγησης, ναυσιπλοΐας, ναυσιπλοΐα, αεροναυτιλίας

GT GD C H L M O
necessary /ˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: απαραίτητος, αναγκαίος; USER: απαραίτητος, αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο, απαραίτητο

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
neighbourhood /ˈneɪ.bə.hʊd/ = NOUN: γειτονιά, γειτονιά, γειτονιά, γειτονιά, συνοικία, συνοικία, συνοικία, συνοικία; USER: γειτονιά, συνοικία, περιοχή, γειτονίας, γειτονιάς

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
news /njuːz/ = NOUN: νέα, ειδήσεις, νέο, χαμπάρι; USER: ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση

GT GD C H L M O
newspapers /ˈn(y)o͞ozˌpāpər/ = NOUN: εφημερίδα, εφημερίς; USER: εφημερίδες, εφημερίδων, εφημερίδα

GT GD C H L M O
newsworthy /ˈn(y)o͞ozˌwərT͟Hē/ = ADJECTIVE: άξιος δημοσίευσης; USER: άξιος δημοσίευσης, γενικού ενδιαφέροντος, άξιος, άξιες μετάδοσης, ειδησεογραφική αξία

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
non /nɒn-/ = USER: non, non, non; USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
notification /ˌnəʊ.tɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: κοινοποίηση, γνωστοποίηση, ειδοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία; USER: κοινοποίηση, ειδοποίηση, γνωστοποίηση, ανακοίνωση, κοινοποίησης

GT GD C H L M O
notifications /ˌnəʊ.tɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: κοινοποίηση, γνωστοποίηση, ειδοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία; USER: κοινοποιήσεις, κοινοποιήσεων, ειδοποιήσεις, ανακοινώσεις, γνωστοποιήσεις

GT GD C H L M O
notifying /ˈnəʊ.tɪ.faɪ/ = VERB: ειδοποιώ, κοινοποιώ, γνωστοποιώ; USER: κοινοποιούν, κοινοποίηση, κοινοποίησης, κοινοποιούσα, την κοινοποίηση

GT GD C H L M O
novel /ˈnɒv.əl/ = NOUN: μυθιστόρημα, μυθιστορία; ADJECTIVE: νέος, καινοφανής; USER: μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο

GT GD C H L M O
novels /ˈnɒv.əl/ = NOUN: μυθιστόρημα, μυθιστορία; USER: μυθιστορήματα, μυθιστορημάτων, τα μυθιστορήματα, μυθιστορήματά, μυθιστόρημα

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
numbers /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί

GT GD C H L M O
numerous /ˈnjuː.mə.rəs/ = ADJECTIVE: πολυάριθμος; USER: πολυάριθμες, πολλές, πολυάριθμα, πολλά, πολυάριθμων

GT GD C H L M O
occupants /ˈɒk.jʊ.pənt/ = NOUN: κάτοχος, ένοικος; USER: επιβαίνοντες, επιβάτες, επιβαινόντων, επιβατών, τους επιβαίνοντες

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offers /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; USER: προσφέρει, προσφορές, διαθέτει, παρέχει, τις προσφορές

GT GD C H L M O
often /ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις; USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά

GT GD C H L M O
older /əʊld/ = USER: ηλικιωμένων, μεγάλα, μεγαλύτερα, τα μεγαλύτερα, παλαιότερες

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
once /wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε; USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
online /ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
operations /ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση; USER: πράξεις, επιχειρήσεις, εργασίες, λειτουργίες, ενέργειες

GT GD C H L M O
operators /ˈɒp.ər.eɪ.tər/ = NOUN: χειριστής, διαχειριστής, επιχειρηματίας, τηλεφωνητής; USER: φορείς, φορέων, επιχειρηματίες, φορείς εκμετάλλευσης, διαχειριστές

GT GD C H L M O
optimise = VERB: βελτιστοποιώ; USER: βελτιστοποίηση της, τη βελτιστοποίηση, βελτιστοποιήσουν, βελτιστοποιήσει, βελτιστοποιήσετε,

GT GD C H L M O
optimised /ˈɒp.tɪ.maɪz/ = VERB: βελτιστοποιώ; USER: βελτιστοποιημένη, βελτιστοποιηθεί, βελτιστοποιημένες, βελτιστοποιείται, βελτιστοποιημένο

GT GD C H L M O
option /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: επιλογή, δυνατότητα, επιλογής, λύση, επιλογή για

GT GD C H L M O
options /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
others /ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
outbound /ˈaʊt.baʊnd/ = ADJECTIVE: εξερχόμενος, διευθυνόμενος, εξαγωγικός, όποιος πηγαίνει προς τα έξω; NOUN: που βρίσκεται έξω του πλοίου, που βρίσκεται έξω του σκάφους; USER: εξερχόμενος, Εξωτερικοί, εξερχόμενες, εξερχόμενο, εξερχόμενου

GT GD C H L M O
output /ˈaʊt.pʊt/ = NOUN: παραγωγή, απόδοση, προϊόν; USER: παραγωγή, απόδοση, προϊόν, εξόδου, παραγωγής

GT GD C H L M O
ovens /ˈʌv.ən/ = NOUN: φούρνος, κλίβανος; USER: φούρνοι, φούρνους, φούρνων, οι φούρνοι, φουρνοι

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
overall /ˌəʊ.vəˈrɔːl/ = ADJECTIVE: ολικός; ADVERB: ολοσχερώς, πέρα πέρα; USER: συνολική, συνολικά, συνολικό, συνολικής, γενική

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
owners /ˈəʊ.nər/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: Οι ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες, ιδιοκτητών, τους ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες των

GT GD C H L M O
pa /pɑː/ = USER: pa, ετησίως, Πενσυλβάνια, ΡΑ, ΠΠ

GT GD C H L M O
panic /ˈpanik/ = NOUN: πανικός, φόβος; VERB: πανικοβάλλω, αλαφιάζω; USER: πανικός, πανικού, πανικό, τον πανικό, κρίσεις, κρίσεις

GT GD C H L M O
paper /ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτί, έγγραφο, εφημερίδα, χάρτης, βίβλος; ADJECTIVE: χάρτινος; VERB: καλύπτω με χάρτη; USER: χαρτί, έγγραφο, χαρτιού, το χαρτί, εγγράφου

GT GD C H L M O
parks /pɑːk/ = NOUN: πάρκο, παρκ, σταθμός αυτοκινήτων, δενδρόκηπος, μαραίνομαι, κήπος αναψυχής, δάσος αναψυχής; VERB: παρκάρω, σταθμεύω; USER: πάρκα, πάρκων, Δημόσια πάρκα, Parks

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
passenger /ˈpæs.ən.dʒər/ = NOUN: επιβάτης; USER: επιβάτης, επιβατών, επιβατικών, επιβάτη, των επιβατών

GT GD C H L M O
passengers /ˈpæs.ən.dʒər/ = NOUN: επιβάτης; USER: επιβάτες, επιβατών, των επιβατών, τους επιβάτες, οι επιβάτες

GT GD C H L M O
patients /ˈpeɪ.ʃənt/ = USER: ασθενείς, ασθενών, οι ασθενείς, ασθενείς που, ασθενείς με

GT GD C H L M O
pay /peɪ/ = NOUN: πληρωμή, μισθός, μισθοδοσία; VERB: πληρώνω, προσφέρω; USER: πληρωμή, δικαστικά, πληρώσει, καταβάλει, πληρώνουν, πληρώνουν

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
perceived /pəˈsiːv/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, βλέπω, διορώ; USER: αντιληπτή, αντιληπτό, αντιλαμβάνονται, αντιληπτές, θεωρείται

GT GD C H L M O
percentage /pəˈsen.tɪdʒ/ = NOUN: ποσοστό, εκατοστιαία αναλογία, αναλογία τις εκατόν; USER: ποσοστό, μονάδες, ποσοστιαίες, ποσοστού, ποσοστιαία

GT GD C H L M O
perfect /ˈpɜː.fekt/ = ADJECTIVE: τέλειος, απόλυτος; NOUN: παρακείμενος; VERB: τελειοποιώ, τελειώ; USER: τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
person /ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο; USER: πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, άτομα

GT GD C H L M O
personal /ˈpɜː.sən.əl/ = ADJECTIVE: προσωπικός, ιδιωτικός; USER: προσωπικός, προσωπική, προσωπικού, προσωπικών, προσωπικά

GT GD C H L M O
personalise /ˈpərs(ə)nəˌlīz/ = VERB: καθιστώ προσωπικόν, προσωποποιώ; USER: προσωποποιήσει, εξατομίκευση, προσωποποιήσετε, προσαρμόσετε, διαμορφώσετε,

GT GD C H L M O
personalised /ˈpərsənəlˌīz/ = VERB: προσωποποιώ, καθιστώ προσωπικόν; USER: εξατομικευμένη, εξατομικευμένες, εξατομικευμένο, εξατομικευμένων, εξατομικευμένα

GT GD C H L M O
personalize /ˈpərsənəlˌīz/ = VERB: προσωποποιώ, καθιστώ προσωπικόν; USER: διαμορφώσετε, προσαρμόσετε, εξατομίκευση, να διαμορφώσετε, προσωποποιήσετε

GT GD C H L M O
personnel /ˌpərsəˈnel/ = NOUN: προσωπικό; USER: προσωπικό, προσωπικού, του προσωπικού, το προσωπικό, προσωπικό που

GT GD C H L M O
pharmaceutical /ˌfɑː.məˈsuː.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: φαρμακευτικός; USER: φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής

GT GD C H L M O
pharmacy /ˈfɑː.mə.si/ = NOUN: φαρμακείο, φαρμακευτική; USER: φαρμακείο, φαρμακευτική, Φαρμακευτικής, φαρμακείου, φαρμακείων

GT GD C H L M O
phone /fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο; VERB: τηλεφωνώ; USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, κινητό, τηλεφωνίας, τηλεφωνίας

GT GD C H L M O
phones /fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο; VERB: τηλεφωνώ; USER: τηλέφωνα, κινητά τηλέφωνα, τα τηλέφωνα, τηλεφώνων, κινητά

GT GD C H L M O
phrases /freɪz/ = NOUN: φράση; VERB: εκφράζω; USER: φράσεις, φράσεων, φράσεις που, τις φράσεις

GT GD C H L M O
pick /pɪk/ = VERB: διαλέγω, συλλέγω, κεντώ, δρέπω; NOUN: εκλογή, αξίνα, κασμάς, οξύ εργαλείο; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, διαλέξετε, πάρει, να πάρει

GT GD C H L M O
pictures /ˈpɪk.tʃər/ = NOUN: εικόνες; USER: εικόνες, φωτογραφίες, φυτογραφίες, εικόνων, φωτογραφιών

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
planes /pleɪn/ = NOUN: επίπεδο, αεροπλάνο, πλάτανος, πλάνη, πλάνη, ροκάνη, πτέρυξ αεροπλάνου; VERB: ροκανίζω, πλανίζω; USER: αεροπλάνα, αεροπλάνων, αεροσκάφη, επίπεδα, επιπέδων

GT GD C H L M O
plant /plɑːnt/ = NOUN: εργοστάσιο, φυτό; VERB: φυτεύω, στήνω, στυλώνω, τοποθετώ δολιώς; USER: φυτό, εργοστάσιο, φυτών, μονάδα, των φυτών

GT GD C H L M O
play /pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο; VERB: παίζω; USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει

GT GD C H L M O
player /ˈpleɪ.ər/ = NOUN: παίχτης; USER: παίχτης, παίκτης, παίκτη, player, αναπαραγωγής, αναπαραγωγής

GT GD C H L M O
players /ˈpleɪ.ər/ = NOUN: παίχτης; USER: παίκτες, οι παίκτες, παικτών, φορείς, players, players

GT GD C H L M O
points /pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο; USER: σημεία, σημείων, πόντους, τα σημεία, μονάδες, μονάδες

GT GD C H L M O
populations /ˌpɒp.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: πληθυσμός; USER: πληθυσμούς, πληθυσμοί, πληθυσμών, πληθυσμού, του πληθυσμού

GT GD C H L M O
portable /ˈpɔː.tə.bl̩/ = ADJECTIVE: φορητός; USER: φορητός, φορητό, φορητή, φορητές, φορητών

GT GD C H L M O
ports /pɔːt/ = NOUN: λιμάνι, λιμήν, φιλιστρίνι, αριστερή πλευρά πλοίου, συμπεριφορά; USER: λιμένες, λιμάνια, λιμένων, θύρες, λιμανιών

GT GD C H L M O
positive /ˈpɒz.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: θετικός, ρητός; USER: θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές

GT GD C H L M O
powerful /ˈpaʊə.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά

GT GD C H L M O
practical /ˈpræk.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: πρακτικός, χρήσιμος; USER: πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά, πρακτικά

GT GD C H L M O
practice /ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση; VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω; USER: πρακτική, πράξη, εξάσκηση, πρακτικής, πρακτικών

GT GD C H L M O
pre /priː-/ = PREFIX: προ-; USER: προ, πριν, pre, προ της, πριν από

GT GD C H L M O
prefer /prɪˈfɜːr/ = VERB: προτιμώ, προκρίνω, προτείνω, προβιβάζω; USER: προτιμώ, προτιμούν, προτιμάτε, προτιμούσαν, προτιμούσε, προτιμούσε

GT GD C H L M O
prescription /prɪˈskrɪp.ʃən/ = NOUN: συνταγή, συνταγή γιατρού, εντολή, προδιαγραφή, οδηγία, δικαίωμα, κατόχου; USER: συνταγή, συνταγογραφούμενα, ιατρική συνταγή, συνταγής, συνταγογραφούμενων

GT GD C H L M O
prescriptions /prɪˈskrɪp.ʃən/ = NOUN: συνταγή, συνταγή γιατρού, εντολή, προδιαγραφή, οδηγία, δικαίωμα, κατόχου; USER: συνταγές, συνταγών, προδιαγραφές, τις συνταγές, συνταγογράφησης

GT GD C H L M O
pressure /ˈpreʃ.ər/ = NOUN: πίεση; USER: πίεση, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του, πίεση του

GT GD C H L M O
pressures /ˈpreʃ.ər/ = NOUN: πίεση; USER: πιέσεις, πιέσεων, πίεση, πιέσεις που, πίεσης

GT GD C H L M O
problem /ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός; USER: πρόβλημα, προβλήματος, ζήτημα, το πρόβλημα, πρόβλημα που, πρόβλημα που

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
professions /prəˈfeʃ.ən/ = NOUN: επάγγελμα, επιστήμη; USER: επαγγέλματα, επαγγελμάτων, τα επαγγέλματα, επαγγέλματα που

GT GD C H L M O
program /ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα; VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω; USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων

GT GD C H L M O
programme /ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα; VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω; USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων

GT GD C H L M O
programs /ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα; VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω; USER: προγράμματα, προγραμμάτων, τα προγράμματα, των προγραμμάτων, προγράμματα που

GT GD C H L M O
prompts /prɒmpt/ = USER: ζητά, προτροπές, υποδείξεις, ωθεί, προτρέπει

GT GD C H L M O
pronounce /prəˈnaʊns/ = VERB: προφέρω, απαγγέλω, εκφωνώ, δηλώ; USER: προφέρω, προφέρεται η λέξη, προφέρετε, προφέρει, προφέρεται

GT GD C H L M O
proven /pruːv/ = ADJECTIVE: αποδεδειγμένος, αποδειχθείς; USER: αποδεδειγμένος, αποδεδειγμένη, αποδεδειγμένα, αποδεδειγμένο, αποδεδειγμένες

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
provided /prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον

GT GD C H L M O
providers /prəˈvaɪ.dər/ = NOUN: προμηθευτής, χορηγός; USER: παρόχους, πάροχοι, παρόχων, οι πάροχοι, παροχείς

GT GD C H L M O
provides /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει

GT GD C H L M O
providing /prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει

GT GD C H L M O
public /ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο; ADJECTIVE: δημόσιος; USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας

GT GD C H L M O
publishers /ˈpʌb.lɪ.ʃər/ = NOUN: εκδότης, βιβλιοεκδότης; USER: εκδότες, εκδοτών, οι εκδότες, τους εκδότες, εκδότες του, εκδότες του

GT GD C H L M O
publishing /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: εκδόσεων, δημοσίευση, εκδόσεις, εκδοτική, δημοσίευσης, δημοσίευσης

GT GD C H L M O
purchase /ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο; VERB: αγοράζω, ψωνίζω; USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά

GT GD C H L M O
quality /ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή; USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των

GT GD C H L M O
queue /kjuː/ = NOUN: ουρά, πλεξίδα, αλογοουρά μαλλιών, σειρά ανθρώπων; USER: ουρά, ουράς, σειρά αναμονής, αναμονής, ουρά αναμονής

GT GD C H L M O
quickly /ˈkwɪk.li/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως; USER: γρήγορα, ταχέως, γρήγορη, σύντομα, γρήγορα να, γρήγορα να

GT GD C H L M O
quiz /kwɪz/ = NOUN: αίνιγμα, εξέταση, ερώτημα; VERB: ερωτώ, εξετάζω, εμπαίζω; USER: κουίζ, quiz, κουίζ για

GT GD C H L M O
radio /ˈreɪ.di.əʊ/ = NOUN: ραδιόφωνο, ράδιο, ασύρματος, ασύρματος τηλεγράφος, ασύρματο τηλέφωνο, τηλεγράφος; USER: ραδιόφωνο, ράδιο, ραδιοφώνου, ραδιοφωνικών, ραδιοφωνικό

GT GD C H L M O
rapidly /ˈræp.ɪd/ = ADVERB: ταχέως, ραγδαία, γοργά, αλματωδώς; USER: ταχέως, ραγδαία, γοργά, γρήγορα, ταχεία

GT GD C H L M O
rate /reɪt/ = NOUN: τιμή, κόστος, αναλογία, βαθμός, αξία, τάξη; VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω; USER: τιμή, βαθμός, αναλογία, κόστος, ποσοστό

GT GD C H L M O
rates /reɪt/ = NOUN: τιμή, κόστος, αναλογία, βαθμός, αξία, τάξη; VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω; USER: τιμές, ποσοστά, τα ποσοστά, επιτόκια, συντελεστές

GT GD C H L M O
rather /ˈrɑː.ðər/ = ADVERB: μάλλον, κάπως, προτιμότερο, κάλλιο; USER: μάλλον, όχι, και όχι, αντί, παρά

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
reach /riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση; VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι; USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει

GT GD C H L M O
react /riˈækt/ = VERB: αντιδρώ, αντενεργώ; USER: αντιδρούν, αντιδράσει, να αντιδράσει, αντιδρά, αντιδράσουν

GT GD C H L M O
reactions /riˈæk.ʃən/ = NOUN: αντίδραση; USER: αντιδράσεις, αντιδράσεων, ενέργειες, αντιδράσεις που, ενεργειών

GT GD C H L M O
read /riːd/ = NOUN: ανάγνωση; VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω; USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει

GT GD C H L M O
readers /ˈriː.dər/ = NOUN: αναγνώστης, αναγνωστικό; USER: αναγνώστες, τους αναγνώστες, αναγνωστών, οι αναγνώστες, ανάγνωσης

GT GD C H L M O
reading /ˈriː.dɪŋ/ = NOUN: ανάγνωση, διάβασμα, ερμηνεία, ανάγνωσμα; USER: ανάγνωση, διάβασμα, την ανάγνωση, ανάγνωσης, διαβάζοντας, διαβάζοντας

GT GD C H L M O
real /rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; NOUN: έμπρακτα, ρεάλι; USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές

GT GD C H L M O
realistic /ˌrɪəˈlɪs.tɪk/ = ADJECTIVE: ρεαλιστικός, πραγματικός; USER: ρεαλιστικός, ρεαλιστική, ρεαλιστικό, ρεαλιστικές, ρεαλιστικά

GT GD C H L M O
reality /riˈæl.ɪ.ti/ = NOUN: πραγματικότητα, αλήθεια, πραγματικότης; USER: πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα

GT GD C H L M O
receive /rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: λαμβάνω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβουν

GT GD C H L M O
receiving /rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: παραλαβή, λήψη, λαμβάνουν, λαμβάνει, υποδοχής

GT GD C H L M O
receptionist /TELEVISION) / = NOUN: ρεσεψιονίστ, ρεσεψιονίστας, υποδεχόμενη; USER: ρεσεψιονίστ, receptionist, υπάλληλος υποδοχής, ρεσεψιονίστας

GT GD C H L M O
recognition /ˌrek.əɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: αναγνώριση,, αναγνώρισης, αναγνωρίσεως

GT GD C H L M O
record /rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου; VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω; USER: ρεκόρ, μητρώο, καταγραφή, ιστορικό, πρακτικά

GT GD C H L M O
refrigerators /riˈfrijəˌrātər/ = NOUN: ψυγείο; USER: ψυγεία, ψυγείων, τα ψυγεία, ψυγείο

GT GD C H L M O
regardless /rɪˈɡɑːd.ləs/ = ADJECTIVE: απρόσεκτος, ασεβής, ανευλαβής; USER: ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ασχέτως, άσχετα

GT GD C H L M O
rely /rɪˈlaɪ/ = VERB: βασίζομαι, έχω πεποίθηση; USER: βασίζονται, επικαλούνται, επικαλεστεί, στηρίζονται, στηριχθεί

GT GD C H L M O
remember /rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι; USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε

GT GD C H L M O
remind /rɪˈmaɪnd/ = VERB: υπενθυμίζω, θυμίζω; USER: υπενθυμίζω, θυμίζω, υπενθυμίσω, υπενθυμίσει, θυμίζουν

GT GD C H L M O
reminders /rɪˈmaɪn.dər/ = NOUN: υπενθύμιση, υπόμνηση, ενθύμιο, ενθυμητής; USER: υπενθυμίσεις, υπενθυμίσεων, υπομνήσεις, υπενθύμισης, υπενθύμιση

GT GD C H L M O
remote /rɪˈməʊt/ = ADJECTIVE: μακρινός, απομεμακρυσμένος, απόμερος, μακρυνός; USER: μακρινός, απομακρυσμένες, απομακρυσμένο, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως

GT GD C H L M O
remotely /rɪˈməʊt.li/ = ADVERB: ελάχιστα, μακρόθεν; USER: μακρόθεν, ελάχιστα, εξ αποστάσεως, απόσταση, απομακρυσμένη

GT GD C H L M O
rep /rep/ = NOUN: μαλλομέταξο ύφασμα; USER: ύφασμα, rep, εκπρ., επανάληψη, αντιπρόσωπος

GT GD C H L M O
repeat /rɪˈpiːt/ = VERB: επαναλαμβάνω; ADJECTIVE: επαναληπτικός, επανειλημμένος; USER: επαναλαμβάνω, επαναλάβετε, επαναλάβω, επαναλάβει, επανάληψη, επανάληψη

GT GD C H L M O
reports /rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος; VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: εκθέσεις, εκθέσεων, αναφορές, τις εκθέσεις, αναφορών

GT GD C H L M O
representatives /ˌrepriˈzentətiv/ = NOUN: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εντολοδόχος, πράκτορας; USER: εκπροσώπους, εκπρόσωποι, αντιπρόσωποι, εκπροσώπων, οι εκπρόσωποι

GT GD C H L M O
request /rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση; VERB: ζητώ, παρακαλώ; USER: ζητήσει, να ζητήσει, ζητήσουν, ζητούν, ζητά

GT GD C H L M O
requests /rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση; VERB: ζητώ, παρακαλώ; USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί

GT GD C H L M O
require /rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ; USER: απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, απαιτείται, χρειάζονται

GT GD C H L M O
required /rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι; USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται

GT GD C H L M O
requires /rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ; USER: απαιτεί, απαιτείται, απαιτεί την, απαιτεί από, προϋποθέτει, προϋποθέτει

GT GD C H L M O
resonance /ˈrez.ən.əns/ = NOUN: απήχηση, αντήχηση; USER: απήχηση, αντήχηση, συντονισμού, συντονισμό, συντονισμός

GT GD C H L M O
restrict /rɪˈstrɪkt/ = VERB: περιορίζω, περιστέλλω; USER: περιορίσει, περιορίζουν, περιορίζει, περιορισμό, περιορίσεις

GT GD C H L M O
results /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που

GT GD C H L M O
reviews /rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση; VERB: αναθεωρώ; USER: σχόλια, κριτικές, αξιολογήσεις, κριτικών, Οι κριτικές

GT GD C H L M O
rice /raɪs/ = NOUN: ρύζι, όρυζα; USER: ρύζι, ρυζιού, το ρύζι, του ρυζιού, όρυζας

GT GD C H L M O
rich /rɪtʃ/ = ADJECTIVE: πλούσιος, ταλαντούχος; USER: πλούσιος, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, πλούσιοι

GT GD C H L M O
risk /rɪsk/ = NOUN: κίνδυνος, ριψοκινδύνευση; VERB: ρισκάρω, κινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω; USER: κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου

GT GD C H L M O
road /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; ADJECTIVE: χερσαίος; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου

GT GD C H L M O
roadworks /ˈrəʊdwəːk/ = USER: οδικά έργα, οδοποιίας, έργα οδοποιίας, οδικά, οδικών έργων,

GT GD C H L M O
robot /ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος; VERB: ρομπώ; USER: ρομπότ, robot, ρομπότ που, το ρομπότ

GT GD C H L M O
robotic /rəʊˈbɒt.ɪk/ = USER: ρομποτικό, ρομποτική, ρομποτικά, ρομποτικών, ρομποτικές

GT GD C H L M O
robotics /rəʊˈbɒt.ɪks/ = NOUN: ρομποτική; USER: ρομποτική, ρομποτικής, Robotics, ρομποτικές, η ρομποτική

GT GD C H L M O
robots /ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος; USER: ρομπότ, τα ρομπότ, robots, ρομποτ, ρομπότ που

GT GD C H L M O
role /rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο; USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που

GT GD C H L M O
roll /rəʊl/ = NOUN: ρολό, κύλινδρος, ρόλος, τόπι, αρτίσκος, κατάλογος, ψωμάκι; VERB: κυλώ, τσουλάω, τυλίσσω, κυλίω, κυλιόμαι, τυλίσσομαι; USER: ρολό, κυλήσει, roll, κυλήστε, αναπτύξουν

GT GD C H L M O
routes /ruːt/ = NOUN: διαδρομή, πορεία, δρόμος; VERB: διευθύνω, ορίζω τον δρόμον, ορίζω την πορείαν; USER: διαδρομές, δρομολόγια, Δρόμοι, γραμμές, διαδρομών

GT GD C H L M O
routine /ruːˈtiːn/ = NOUN: ρουτίνα, τακτική ρουτίνα; USER: ρουτίνα, ρουτίνας, συνήθεις, συνήθη, συνήθους

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
safeguard /ˈseɪf.ɡɑːd/ = NOUN: προστασία, εξασφάλιση, περιφρούρηση; VERB: προστατεύω; USER: προστασία, εξασφάλιση, διασφάλισης, διασφάλιση, διαφύλαξη

GT GD C H L M O
safeguards /ˈseɪf.ɡɑːd/ = NOUN: προστασία, εξασφάλιση, περιφρούρηση; USER: διασφαλίσεις, εγγυήσεις, διασφαλίσεων, εγγυήσεων, διασφάλισης

GT GD C H L M O
safely /ˈseɪf.li/ = USER: ασφάλεια, με ασφάλεια, ασφαλή

GT GD C H L M O
safety /ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά; ADJECTIVE: ασφαλής; USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας

GT GD C H L M O
sat /sæt/ = VERB: καθίζω, κάθημαι, επικάθημαι, συνεδριάζω, ποζάρω; USER: κάθισε, Σάββατο, sat, Σάβ, καθόταν

GT GD C H L M O
save /seɪv/ = PREPOSITION: εκτός; VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ; USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει

GT GD C H L M O
saving /ˈseɪ.vɪŋ/ = NOUN: οικονομία, σωτηρία, οικονόμος; ADJECTIVE: σωτήριος; USER: οικονομία, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, την εξοικονόμηση

GT GD C H L M O
scale /skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο; VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι; USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά

GT GD C H L M O
scaled /ˌskeɪldˈdaʊn/ = ADJECTIVE: λεπιδωτός; USER: κλίμακα, κλιμακώνεται, κλιμακωθεί, κλιμακώνονται, αναβαθμιστούν

GT GD C H L M O
schedule /ˈʃed.juːl/ = NOUN: πρόγραμμα, δρομολόγια, δρομολόγιο, ονοματολόγιο, επίσημος κατάλογος; VERB: σχεδιάζω, θέτω εις το δρομολόγιον; USER: πρόγραμμα, προγραμματίσετε, χρονοδιάγραμμα, το χρονοδιάγραμμα, προγραμματίσει

GT GD C H L M O
school /skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων; VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ; USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική

GT GD C H L M O
science /saɪəns/ = NOUN: επιστήμη; USER: επιστήμη, επιστήμης, της επιστήμης, την επιστήμη, επιστημονικής

GT GD C H L M O
screen /skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου; VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω; USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο

GT GD C H L M O
screens /skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου; USER: οθόνες, οθονών, οθόνη, σίτες, οθόνης

GT GD C H L M O
seamlessly /ˈsiːm.ləs/ = USER: απρόσκοπτα, αδιάλειπτα, χωρίς ραφή, άψογα, αρμονικά

GT GD C H L M O
second /ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος; NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας; VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω; USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης

GT GD C H L M O
sector /ˈsek.tər/ = NOUN: τομέας, τομεύς; USER: τομέας, τομέα, τομέα της, τομέα των, κλάδο

GT GD C H L M O
sectors /ˈsek.tər/ = NOUN: τομέας, τομεύς; USER: τομείς, τομέων, κλάδους, κλάδων, τους τομείς

GT GD C H L M O
security /sɪˈkjʊə.rɪ.ti/ = NOUN: ασφάλεια, εγγύηση, ασφάλιση, σιγουριά, χρεόγραφο, μετοχή, εγγυητής; USER: ασφάλεια, ασφάλιση, εγγύηση, ασφάλειας, ασφαλείας

GT GD C H L M O
send /send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστολή, στείλετε, στείλτε, να στείλετε, στείλει

GT GD C H L M O
sending /send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστολή, την αποστολή, στέλνοντας, αποστολής, αποστέλλοντας

GT GD C H L M O
sense /sens/ = NOUN: έννοια, αίσθηση, νόημα, λογικό, συναίσθημα, νους, γνώση; VERB: διαισθάνομαι; USER: αίσθηση, νόημα, έννοια, λογικό, αίσθημα

GT GD C H L M O
sensors /ˈsen.sər/ = USER: αισθητήρες, αισθητήρων, αισθητήρια, τους αισθητήρες, ανιχνευτές

GT GD C H L M O
sent /sent/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστέλλονται, αποστέλλεται, έστειλε, απέστειλε, στείλει

GT GD C H L M O
serious /ˈsɪə.ri.əs/ = ADJECTIVE: σοβαρός, σπουδαίος, αισθητός; USER: σοβαρός, σοβαρές, σοβαρή, σοβαρό, σοβαρά

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
services /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που

GT GD C H L M O
servicing /ˈsɜː.vɪs/ = VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: συντήρηση, εξυπηρέτηση, σέρβις, εξυπηρέτησης, συντήρησης

GT GD C H L M O
set /set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο; VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ; ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός; USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε

GT GD C H L M O
shared /ʃeəd/ = VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, κοινά, κοινή

GT GD C H L M O
shopping /ˈʃɒp.ɪŋ/ = NOUN: ψώνια, αγορά, ψώνισμα; USER: ψώνια, αγορών, αγορές, εμπορικό, εμπορική

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
shows /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
simply /ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα; USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή

GT GD C H L M O
simulation /ˌsɪm.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: προσομοίωση, προσποίηση, υπόκριση; USER: προσομοίωση, προσομοίωσης, εξομοίωση, εξομοίωσης

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
sites /saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο; USER: sites, τοποθεσίες, θέσεις, περιοχές, τόπων

GT GD C H L M O
situation /ˌsɪt.juˈeɪ.ʃən/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία; USER: κατάσταση, κατάστασης, περίπτωση, κατάσταση της, την κατάσταση

GT GD C H L M O
situations /sɪt.juˌeɪ.ʃənz ˈveɪ.kənt/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία; USER: καταστάσεις, καταστάσεων, περιπτώσεις, τις καταστάσεις, καταστάσεις που

GT GD C H L M O
skills /skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης; USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων

GT GD C H L M O
slides /slaɪd/ = NOUN: ολίσθηση, τσουλήθρα, πλαξ διά προβολή, τσουλήθρα παιδική, φωτεινή εικόνα, κάτι ολισθαινό; USER: διαφάνειες, διαφανειών, slides, τσουλήθρες, πλάκες

GT GD C H L M O
slower /sləʊ/ = USER: βραδύτερη, πιο αργή, βραδύτερο, πιο αργά, αργή

GT GD C H L M O
smart /smɑːt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, κομψός, ξύπνιος, οξύς, ζωηρός, δριμύς; NOUN: μάγκας, πόνος; VERB: πονώ, τσούζω; USER: έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνες, έξυπνα

GT GD C H L M O
smartly /ˈsmɑːt.li/ = USER: έξυπνα, επιδέξια, όμορφα, κομψά, πιο έξυπνα

GT GD C H L M O
smartphone /ˈsmɑːt.fəʊn/ = USER: smartphone, το smartphone, smartphone της, smartphone που, έξυπνο τηλέφωνο

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
soaps /səʊp/ = NOUN: σαπούνι, σάπων; USER: σαπούνια, τα σαπούνια, σαπουνιών, σάπωνες, σαπούνι

GT GD C H L M O
social /ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός; USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές

GT GD C H L M O
society /səˈsaɪ.ə.ti/ = NOUN: κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, συντροφιά, αριστοκρατία; USER: κοινωνία, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, πολιτών

GT GD C H L M O
software /ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό; USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού

GT GD C H L M O
solution /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: διάλυμα, λύση, διαλύματος, λύσης, επίλυση

GT GD C H L M O
solutions /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για

GT GD C H L M O
solve /sɒlv/ = VERB: λύνω, επιλύω, λύω; USER: επίλυση, την επίλυση, επιλύσει, λύσει, να λύσει

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
sounding /sound/ = NOUN: βολιδοσκόπηση, βυθομέτρηση, ήχηση, ηχών; USER: βυθομέτρηση, βολιδοσκόπηση, ήχηση, ηχεί, κρούουν

GT GD C H L M O
specialised /ˈspeʃ.əl.aɪz/ = ADJECTIVE: ειδικευμένος; USER: ειδικευμένος, εξειδικευμένες, εξειδικευμένο, εξειδικευμένων, εξειδικευμένη

GT GD C H L M O
specific /spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος; USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες

GT GD C H L M O
speech /spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά; USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο

GT GD C H L M O
spikes /spaɪk/ = NOUN: ακίδα, στάχυ, μέγα καρφί; USER: αιχμές, καρφιά, ακίδες, ακίδων, κορυφές

GT GD C H L M O
sports /spɔːts/ = NOUN: αθλητισμός; USER: αθλητισμός, σπορ, αθλητικών, αθλήματα, αθλητικά

GT GD C H L M O
stadiums /ˈsteɪ.di.əm/ = NOUN: στάδιο; USER: Στάδια, γήπεδα, γηπέδων, σταδίων, Στάδιο

GT GD C H L M O
staff /stɑːf/ = NOUN: προσωπικό, επιτελείο, ράβδος, σκυτάλη, βακτήρια, πεντάγραμμα μουσικής; VERB: επανδρώνω; USER: προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων

GT GD C H L M O
standardized /ˈstæn.də.daɪz/ = VERB: τυποποιώ, σταθεροποιώ, κάνω ομοιόμορφον, κάνω κανονικό; USER: τυποποιημένα, τυποποιημένη, τυποποιημένες, τυποποιημένων, τυποποιημένο

GT GD C H L M O
state /steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή; ADJECTIVE: κρατικός, πολιτειακός; VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω; USER: κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κράτους, κρατικών

GT GD C H L M O
static /ˈstæt.ɪk/ = ADJECTIVE: στατικός; NOUN: στατικός ηλεκτρισμός; USER: στατικός, στατική, στατικό, στατικές, στατικής

GT GD C H L M O
stations /ˈæk.ʃən ˌsteɪ.ʃənz/ = NOUN: σταθμός, θέση; VERB: θέτω, τοποθετώ; USER: σταθμούς, σταθμοί, σταθμών, πρατήρια, σταθμούς του

GT GD C H L M O
stay /steɪ/ = NOUN: διαμονή, παραμονή, στήριγμα, σταμάτημα; VERB: μένω, στέκομαι, διαμένω, σταματώ, αναβάλλω, αντέχω; USER: διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει

GT GD C H L M O
step /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήμα, εντείνει, εντείνουν, το βήμα, ενισχύσει

GT GD C H L M O
still /stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως; ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος; NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος; VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω; USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
stock /stɒk/ = NOUN: στοκ, μετοχή, ζώα, παρακαταθήκη, κεφάλαιο, ζωμός, στέλεχος, κορμός, γένος, χρεόγραφο; VERB: εφοδιάζω; ADJECTIVE: έτοιμος; USER: μετοχή, στοκ, απόθεμα, αποθέματος, αποθέματος της

GT GD C H L M O
stocks /stɒk/ = NOUN: αποθέματα, σκαρί; USER: αποθέματα, αποθεμάτων, τα αποθέματα, μετοχές, των αποθεμάτων

GT GD C H L M O
stops /stɒp/ = USER: σταματά, στάσεις, σταματάει, σταματήσει, σταματά να

GT GD C H L M O
storytelling /ˈstɔr·iˌtel·ɪŋ, ˈstoʊr-/ = NOUN: διήγηση μύθων; USER: αφήγησης, αφήγηση, storytelling, αφήγηση ιστοριών

GT GD C H L M O
straight /streɪt/ = NOUN: ευθεία; ADVERB: ίσια, ίσα ίσα, παρευθύς, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: απευθείας, ευθύς, ίσιος; USER: ευθεία, ίσια, ευθύς, απευθείας

GT GD C H L M O
strategies /ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία; USER: στρατηγικές, στρατηγικών, τις στρατηγικές, των στρατηγικών, στρατηγικές για

GT GD C H L M O
strengthen /ˈstreŋ.θən/ = VERB: ενισχύω, δυναμώνω, εδραιώνω, ανδυναμώνω; USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση, ενισχύσει

GT GD C H L M O
students /ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητόκοσμος; USER: φοιτητές, μαθητές, οι μαθητές, σπουδαστές, μαθητών, μαθητών

GT GD C H L M O
study /ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο; VERB: μελετώ, σπουδάζω; USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν

GT GD C H L M O
styles /staɪl/ = NOUN: στυλ, ύφος, τρόπος, ρυθμός, γραφή, συρμός, λεκτικό; USER: στυλ, μορφές, τα στυλ, μορφών, στιλ

GT GD C H L M O
subject /ˈsʌb.dʒekt/ = NOUN: θέμα, υποκείμενο, ζήτημα, υπήκοος; ADJECTIVE: υποκείμενος; VERB: υποβάλλω, υποτάσσω, εκθέτω; USER: θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται

GT GD C H L M O
success /səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ; USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της

GT GD C H L M O
successful /səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος; USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
summaries /ˈsʌm.ər.i/ = NOUN: περίληψη, σύνοψη; USER: περιλήψεις, περιλήψεων, συνόψεις, Σύνοψη, Σύνοψη της

GT GD C H L M O
supply /səˈplaɪ/ = NOUN: προμήθεια, ανεφοδιασμός, εφόδιο; VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, ανεφοδιάζω; USER: προμήθεια, παρέχουν, παρέχει, παροχή, παράσχει

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
sure /ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής; ADVERB: βέβαια; USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε

GT GD C H L M O
surgical /ˈsɜː.dʒɪ.kəl/ = ADJECTIVE: χειρουργικός; USER: χειρουργικός, χειρουργική, χειρουργικές, χειρουργικών, χειρουργικά

GT GD C H L M O
symbols /ˈsɪm.bəl/ = NOUN: σύμβολο; USER: σύμβολα, συμβόλων, τα σύμβολα, σύμβολα που

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
tablet /ˈtæb.lət/ = NOUN: δισκίο, ταμπλέτα, χάπι, πλακίδιο, πινακίδα, μικρή δέσμη χάρτου; USER: δισκίο, ταμπλέτα, δισκίου, tablet, δισκίων

GT GD C H L M O
tailored /ˈteɪ.ləd/ = ADJECTIVE: επειξειργασμένος από ραπτήν; USER: προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένων, προσαρμόζονται

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
talent /ˈtæl.ənt/ = NOUN: ταλέντο, ιδιοφυία, ταλάντο; USER: ταλέντο, ταλέντων, το ταλέντο, ταλέντου, ταλέντα

GT GD C H L M O
talk /tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη; VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ; USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε

GT GD C H L M O
talking /ˈtɔː.kɪŋ.tuː/ = NOUN: ομιλία, λόγια; ADJECTIVE: ομιλών; USER: ομιλία, λόγια, μιλάμε, μιλάει, μιλώντας

GT GD C H L M O
teach /tiːtʃ/ = VERB: διδάσκω; USER: διδάσκω, διδάξει, διδάξουν, διδάσκουν, διδάσκει, διδάσκει

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
techniques /tekˈniːk/ = NOUN: τεχνική; USER: τεχνικές, τεχνικών, τις τεχνικές, των τεχνικών, τεχνικές που

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
telecommunications /ˌtel.ɪ.kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃənz/ = NOUN: τηλεπικοινωνία; USER: τηλεπικοινωνίες, τηλεπικοινωνιών, των τηλεπικοινωνιών, τηλεπικοινωνιακών, τηλεπικοινωνιακό

GT GD C H L M O
televisions /ˈtel.ɪ.vɪʒ.ən/ = NOUN: τηλεόραση; USER: τηλεοράσεις, τηλεοράσεων, Οι τηλεοράσεις, τηλεόρασης, τις τηλεοράσεις

GT GD C H L M O
tend /tend/ = VERB: τείνω, φροντίζω, κλίνω, φυλάσσω, φυλάττω, περιποιούμαι, ρέπω, συντελώ; USER: τείνουν, τάση, έχουν την τάση, τείνει, την τάση

GT GD C H L M O
tendency /ˈten.dən.si/ = NOUN: τάση, ροπή, κλίση; USER: τάση, τάσης, την τάση, η τάση, ροπή

GT GD C H L M O
test /test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής; VERB: δοκιμάζω; USER: δοκιμή, εξέταση, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, δοκιμασία

GT GD C H L M O
testing /ˈtes.tɪŋ/ = VERB: δοκιμάζω; USER: δοκιμές, δοκιμή, δοκιμών, δοκιμής, έλεγχο

GT GD C H L M O
tests /test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής; USER: δοκιμές, δοκιμών, εξετάσεις, δοκιμασίες, τεστ

GT GD C H L M O
text /tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα; USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
thanks /θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες; USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
theatre /ˈθɪə.tər/ = USER: θέατρο, θεάτρου, το θέατρο, θεατρικές, theater

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
things /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
those /ðəʊz/ = PRONOUN: tamti; USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων

GT GD C H L M O
thoughts /θɔːt/ = NOUN: σκέψη, στοχασμός, αναλογισμός; USER: σκέψεις, σκέψεων, οι σκέψεις, τις σκέψεις, σκέψη

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
tickets /ˈtɪk.ɪt/ = NOUN: εισιτήριο, δελτίο, τικέτο, θαμνώνας, κατάλογος υποψήφιων, σημείωμα; VERB: επισημειώ, μαρκάρω; USER: εισιτήρια, τα εισιτήρια, εισιτηρίων, εισιτήρια για, εισιτήριά

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
tips /tɪp/ = NOUN: άκρο, φιλοδώρημα, πουρμπουάρ, μυστική πληροφορία; VERB: κλίνω, γερνώ, κτυπώ ελαφρώς, χτυπώ ελαφρώς, πληροφορώ ιδιαιτερώς, φιλοδορώ; USER: Συμβουλές, άκρες, συμβουλές για, μικρά μυστικά, άκρες για

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
tools /tuːl/ = NOUN: εργαλεία; USER: εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία

GT GD C H L M O
top /tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα; ADJECTIVE: ανώτατος; VERB: σκεπάζω, υπερβάλω; USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή

GT GD C H L M O
topic /ˈtɒp.ɪk/ = NOUN: θέμα, ζήτημα; USER: θέμα, θέματος, το θέμα, Θ.Ενότητας, topic

GT GD C H L M O
tornadoes /tɔːˈneɪdəʊ/ = NOUN: ανεμοστρόβιλος, σιφούνας; USER: ανεμοστρόβιλοι, ανεμοστρόβιλους, σίφωνες, τυφώνες, ανεμοστροβίλων"

GT GD C H L M O
tourist /ˈtʊə.rɪst/ = NOUN: τουρίστας, περιηγητής; USER: τουρίστας, τουριστικά, τουριστικές, τουριστικό, τουριστική

GT GD C H L M O
towards /təˈwɔːdz/ = PREPOSITION: προς, περί, πλησίον; USER: προς, για, προς την, έναντι, μπαλιά

GT GD C H L M O
toys /tɔɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, παιχνιδάκι, παίγνιο, παιγνιδάκι, κλοτσοσκούφι, παίχνιο; VERB: παίζω; USER: Παιχνίδια, Toys, τα παιχνίδια, παιχνιδιών, παιχνίδια που

GT GD C H L M O
track /træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος; VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση

GT GD C H L M O
tracked /træk/ = VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: παρακολουθούνται, ερπυστριοφόρα, παρακολουθείται, ερπυστριοφόροι, ερπυστριοφόρος

GT GD C H L M O
trackers /ˈtrakər/ = NOUN: ιχνηλάτης, ανιχνευτής; USER: ιχνηλάτες, trackers, ηλιοστάτες, ιχνηλατών, ανιχνευτές,

GT GD C H L M O
tracking /trak/ = VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: παρακολούθησης, tracking, εντοπισμού, παρακολούθηση, την παρακολούθηση

GT GD C H L M O
traffic /ˈtræf.ɪk/ = NOUN: κυκλοφορία, κίνηση, μεταφορά, εμπόριο, συγκοινωνία, τροχαία κίνηση, τροχαία κυκλοφορία, δοσοληψία, κίνηση εις τους δρόμους; VERB: εμπορεύομαι; USER: κυκλοφορία, κίνηση, κυκλοφορίας, της κυκλοφορίας, κίνησης

GT GD C H L M O
train /treɪn/ = NOUN: αμαξοστοιχία, τρένο, τραίνο, σειρά, ακολουθία, ειρμός, ουρά φορέματος; VERB: προπονούμαι, γυμνάζομαι, γυμνάζω, διευθύνω, προγυμνάζω, σύρω, εξασκώ, εξασκούμαι; USER: τρένο, αμαξοστοιχία, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας

GT GD C H L M O
training /ˈtreɪ.nɪŋ/ = NOUN: εκπαίδευση, προπόνηση, εξάσκηση, γύμναση; USER: εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
trains /treɪn/ = NOUN: αμαξοστοιχία, τρένο, τραίνο, σειρά, ακολουθία, ειρμός, ουρά φορέματος; VERB: προπονούμαι, γυμνάζομαι, γυμνάζω, διευθύνω, προγυμνάζω, σύρω, εξασκώ, εξασκούμαι; USER: τρένα, αμαξοστοιχίες, τα τρένα, αμαξοστοιχιών, τραίνα

GT GD C H L M O
transform /trænsˈfɔːm/ = VERB: μετατρέπω, μετασχηματίζω, μεταμορφώ, μεταμορφώνω; USER: μετασχηματισμό, μετατρέπουν, μετατρέψει, μετατροπή, μετατρέψουν

GT GD C H L M O
translate /trænsˈleɪt/ = VERB: μεταφράζω, μεταγλωττίζω; USER: μεταφράζω, μεταφράσουμε, μεταφράσουμε το, μεταφράζουν, να μεταφράσουμε, να μεταφράσουμε

GT GD C H L M O
transport /ˈtræn.spɔːt/ = NOUN: μεταφορά, συγκοινωνία, διακίνηση, μεταγωγή, μεταγωγικό, μετακόμιση, ανάταση, έκσταση, παραφορά; VERB: μεταφέρω, μετακομίζω, διαβιβάζω, παραφέρω; USER: μεταφορά, μεταφορές, τη μεταφορά, μεταφέρουν, μεταφέρει

GT GD C H L M O
transportation /ˌtræn.spɔːˈteɪ.ʃən/ = NOUN: μεταφορά, μεταγωγή, διαμετακόμιση, μετακόμιση; USER: μεταφορά, μεταφοράς, μεταφορές, μεταφορών, τη μεταφορά

GT GD C H L M O
travel /ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδι, ταξίδιο; VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδεύουν, ταξιδέψετε, ταξιδέψουν

GT GD C H L M O
trends /trend/ = NOUN: τάση, ροπή, φορά; USER: τάσεις, τάσεων, τις τάσεις, οι τάσεις, τάσεις της

GT GD C H L M O
triggered /ˈtrɪɡ.ər/ = VERB: θέτω εις ενέργεια, τραβώ την σκανδάλη; USER: ενεργοποιείται, ενεργοποιούνται, προκάλεσε, πυροδότησε, ενεργοποιηθεί

GT GD C H L M O
tts

GT GD C H L M O
turn /tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος; VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω; USER: σειρά, στροφή, ενεργοποιήσετε, τη σειρά, μετατρέψει

GT GD C H L M O
tv /ˌtiːˈviː/ = ABBREVIATION: τηλεόραση; USER: τηλεόραση, tv, τηλεόρασης, τηλεοραση, τηλεοπτική

GT GD C H L M O
tvs /ˌtiːˈviː/ = USER: τηλεοράσεις, tvs, τηλεοράσεων, τηλεόραση, τηλεόρασης

GT GD C H L M O
typed /taɪp/ = VERB: δακτυλογραφώ; USER: δακτυλογραφημένες, δακτυλογραφημένο, δακτυλογραφημένα, δακτυλογραφημένη, πληκτρολογήσει

GT GD C H L M O
umbrella /ʌmˈbrel.ə/ = NOUN: ομπρέλα, ομπρέλλα, αλεξήλιο, αλεξιβρόχιο; USER: ομπρέλα, ομπρέλας, αιγίδα, umbrella, ομπρέλες

GT GD C H L M O
understand /ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení; USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε

GT GD C H L M O
unexpected /ˌənikˈspektid/ = ADJECTIVE: απροσδόκητος, απρόοπτος, ανέλπιστος; USER: απροσδόκητος, απροσδόκητη, απρόσμενη, απροσδόκητες, απροσδόκητο

GT GD C H L M O
universities /ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο; USER: πανεπιστήμια, τα πανεπιστήμια, πανεπιστημίων, των πανεπιστημίων, των πανεπιστημίων

GT GD C H L M O
university /ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο; USER: πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακή, πανεπιστημιακή

GT GD C H L M O
unlock /ʌnˈlɒk/ = VERB: ξεκλειδώνω; USER: ξεκλειδώσετε, ξεκλείδωμα, να ξεκλειδώσετε, ξεκλειδώσει, ξεκλειδώσετε το

GT GD C H L M O
unusual /ʌnˈjuː.ʒu.əl/ = ADJECTIVE: ασυνήθης, ασυνήθιστος; USER: ασυνήθης, ασυνήθιστος, ασυνήθιστο, ασυνήθιστη, ασυνήθιστες

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
upcoming /ˈʌpˌkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ανερχόμενος; USER: επερχόμενη, επερχόμενες, επερχόμενα, επικείμενες, επερχόμενους

GT GD C H L M O
update /ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω; USER: ενημέρωση, ενημερώσετε, ενημερώνει, ενημερώνουν, επικαιροποίηση

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
user /ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος; USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης

GT GD C H L M O
users /ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες

GT GD C H L M O
ushered /ˈʌʃ.ər/ = VERB: εισάγω; USER: μπαίνει, εγκαινίασε, έναυσμα, αποτέλεσε την απαρχή, υιοθέτησε

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
utility /juːˈtɪl.ɪ.ti/ = NOUN: χρησιμότητα, ωφέλεια, χρησιμότης, ωφελιμότητα, δημόσια υπηρεσία, ωφελιμότης; USER: χρησιμότητα, βοηθητικό πρόγραμμα, χρησιμότητας, βοηθητικό, κοινής ωφέλειας

GT GD C H L M O
variety /vəˈraɪə.ti/ = NOUN: ποικιλία, είδος; USER: ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορους, διάφορα

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
vehicles /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: οχήματα, οχημάτων, τα οχήματα, αυτοκίνητα, οχήματα που

GT GD C H L M O
verbal /ˈvɜː.bəl/ = ADJECTIVE: προφορικός, ρηματικός; USER: λεκτική, λεκτικής, λεκτικές, προφορική, προφορικές

GT GD C H L M O
verify /ˈver.ɪ.faɪ/ = VERB: επαληθεύω, επιβεβαιώ, επικυρώ; USER: επαληθεύει, επαλήθευση, επαληθεύουν, επαληθεύσει, ελέγχει

GT GD C H L M O
versions /ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση; USER: εκδόσεις, εκδόσεων, εκδοχές, τις εκδόσεις, έκδοση

GT GD C H L M O
via /ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου; USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των

GT GD C H L M O
video /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; ADJECTIVE: τηλεοπτικός; USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας

GT GD C H L M O
videos /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; USER: βίντεο, videos, τα βίντεο, ονομάζεται, φωτογραφιών

GT GD C H L M O
viewers /ˈvjuː.ər/ = NOUN: θεατής, τηλεθεατής; USER: θεατές, τηλεθεατές, θεατών, οι θεατές, τους θεατές

GT GD C H L M O
viral /ˈvaɪə.rəl/ = USER: ιογενή, ιογενείς, ιού, ιικό, ιογενής

GT GD C H L M O
virtual /ˈvɜː.tju.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός, κατ' ουσίαν καίτοι όχι πραγματικός, κατ' αποτέλεσμα καίτοι όχι πραγματικός; USER: εικονικό, virtual, εικονική, εικονικής, εικονικές

GT GD C H L M O
visibility /ˌvizəˈbilitē/ = NOUN: ορατότητα, ορατότης, θέα; USER: ορατότητα, προβολή, προβολής, ορατότητας, την προβολή

GT GD C H L M O
vision /ˈvɪʒ.ən/ = NOUN: όραμα, όραση, οπτασία, ενόραση, φάσμα; VERB: οραματίζομαι; USER: όραση, όραμα, όρασης, όραμά, οράματος

GT GD C H L M O
visit /ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη; VERB: επισκέπτομαι; USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν

GT GD C H L M O
visitors /ˈvizitər/ = NOUN: επισκέπτης, μουσαφίρης; USER: επισκέπτες, οι επισκέπτες, επισκεπτών, τους επισκέπτες, στους επισκέπτες

GT GD C H L M O
visual /ˈvɪʒ.u.əl/ = ADJECTIVE: οπτικός; USER: οπτικός, οπτική, οπτικό, οπτικής, οπτικά

GT GD C H L M O
visually /ˈvɪʒ.u.ə.li/ = USER: οπτικά, οπτικώς, οπτική, οπτικής, όρασης

GT GD C H L M O
voice /vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά; VERB: εκφράζω; USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή

GT GD C H L M O
voices /vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά; VERB: εκφράζω; USER: φωνές, τις φωνές, φωνών, οι φωνές, φωνή

GT GD C H L M O
warn /wɔːn/ = VERB: προειδοποιώ, προαγγέλλω; USER: προειδοποιώ, προειδοποιούν, προειδοποιήσει, προειδοποιεί, προειδοποιήσω

GT GD C H L M O
warnings /ˈwɔː.nɪŋ/ = NOUN: προειδοποίηση, παραγγελία; USER: προειδοποιήσεις, προειδοποιήσεων, τις προειδοποιήσεις, προειδοποιήσεις που, προειδοποιήσεις για

GT GD C H L M O
washing /ˈwɒʃ.ɪŋ/ = NOUN: πλύσιμο, πλύση, μπουγάδα, νίψιμο; USER: πλύσιμο, πλύση, πλυντήριο, πλύσης, πλυσίματος

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
ways /-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
wearable /ˈweə.rə.bl̩/ = ADJECTIVE: φορετός, δυνάμενος να φορεθεί, φθαρτός; USER: φορετός, φοριέται, φορετά, wearable, φοριούνται

GT GD C H L M O
weather /ˈweð.ər/ = NOUN: καιρός; VERB: αντιμετωπίζω, αερίζω, διέρχομαι; USER: καιρός, καιρού, καιρό, καιρικές συνθήκες, καιρικές

GT GD C H L M O
web /web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή; VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω; USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων

GT GD C H L M O
website /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website

GT GD C H L M O
websites /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: ιστοσελίδες, δικτυακούς τόπους, ιστοσελίδων, δικτυακών τόπων, websites, websites

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
whenever /wenˈev.ər/ = ADVERB: οποτεδήποτε, οσάκις; USER: οποτεδήποτε, οσάκις, όποτε, κάθε φορά, όταν

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
whether /ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε; USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
why /waɪ/ = ADVERB: γιατί; USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους

GT GD C H L M O
widespread /ˌwaɪdˈspred/ = ADJECTIVE: εκτενής, λίαν διαδεδομένος; USER: διαδεδομένη, ευρέως διαδεδομένη, διαδεδομένο, εκτεταμένη, ευρεία

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
withdrawing /wɪðˈdrɔː/ = VERB: αποσύρω, αποσύρομαι, υπαναχωρώ; USER: απόσυρση, την απόσυρση, ανακαλούν, ανάκλησης, ανάκληση

GT GD C H L M O
without /wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν; ADVERB: έξω; USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την

GT GD C H L M O
words /wɜːd/ = NOUN: λόγια; USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
works /wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο; USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
written /ˈrɪt.ən/ = ADJECTIVE: γραπτός, γραμμένος, γραφτός; USER: γραπτός, γραπτή, γραπτές, έγγραφη, γραπτής, γραπτής

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
young /jʌŋ/ = ADJECTIVE: νέος, νεαρός; NOUN: νιάτα, νεογνό ζώου; USER: νέος, νεαρός, μικρά, νεαρή, νέων, νέων

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

959 words